Η Δημοκρατία για να λειτουργήσει σωστά και να εκπληρώσει τους στόχους της έχει ανάγκη την έγκυρη πληροφόρηση του πολίτη για όλα τα θέματα που αφορούν μια κοινωνία. Η Δημοκρατία έχει ανάγκη από την αλήθεια σε όλο το εύρος και το πλάτος της, και η πολύπλευρη ενημέρωση έχει ανάγκη από την αλήθεια στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Η παραπληροφόρηση, οι ψευδείς ειδήσεις και η προπαγάνδα αποτελούν συνήθεις εκφάνσεις της προσπάθειας για χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Οι διασυνδέσεις, που συχνά εντοπίζεται ότι υπάρχουν μεταξύ πολιτικών και οικονομικών παραγόντων με ΜΜΕ, δημιουργούν εύλογες επιφυλάξεις για την ποιότητα της ενημέρωσης.
Σε συνθήκες ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας και της άμεσης ενημέρωσης με ήχο και εικόνα, η δημοσιογραφία οφείλει να είναι υπεύθυνη και η πληροφόρηση αντικειμενική. Στην Κύπρο έχουμε πολυφωνία, ενώ οι πηγές ενημέρωσης έχουν πολλαπλασιαστεί με την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής δημοσιογραφίας και του διαδικτύου. Το κυρίαρχο ζήτημα είναι πώς προστατεύεται ο πολίτης, και κατ’ επέκταση η ίδια η Δημοκρατία, από την ανεύθυνη δημοσιογραφία, την κατευθυνόμενη ενημέρωση, τη διαστρέβλωση ειδήσεων.
Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, η οποία εξετάζει υποθέσεις αυτεπάγγελτα καθώς και μετά από καταγγελία, δεν μπορεί να ασχοληθεί με την έντυπη δημοσιογραφία, ούτε με το διαδίκτυο.
Είναι επίσης περιορισμένος ο έλεγχος που μπορεί να ασκήσει στο ΡΙΚ, γιατί η δημόσια ραδιοτηλεόραση έχει δικό της κώδικα δεοντολογίας. Μπορεί να ελέγξει επιμέρους θέματα όπως είναι η πολιτική διαφήμιση. Υπάρχει επομένως ανάγκη επέκτασης των εξουσιών μιας αρχής που ελέγχει τα ΜΜΕ.
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας εξετάζει καταγγελίες πολιτών , ενίοτε και αυτεπάγγελτα, από όλα τα ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένου και του διαδικτύου). Η αυτορρύθμιση είναι για την Επιτροπή η καλύτερη απάντηση για τις παραβιάσεις. Ενδεχομένως, μια προσαρμογή στις συνθήκες και στα φαινόμενα του σήμερα να είναι η συρρύθμιση, δηλαδή η επέκταση των εξουσιών της Επιτροπής ώστε, εκεί που υπάρχει επανάληψη παραβιάσεων των κανόνων δεοντολογίας, τότε οι υποθέσεις αυτές να παραπέμπονται σε δευτεροβάθμιο όργανο που να επιβάλλει ποινές.
Το σημαντικότερο είναι οι αλλαγές που ετοιμάζονται στη νομοθεσία να προωθηθούν πράγματι και να ολοκληρωθούν το αργότερο μέσα στο 2018, και να κατοχυρώνουν τα εξής:
- Ο περί Τύπου Νόμος να προνοεί τον διορισμό Επιτρόπου για τα ΜΜΕ.
- Η δημοσιογραφία να κατοχυρωθεί ως λειτούργημα, με την παράλληλη θεσμοθέτηση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος για τους δημοσιογράφους.
- Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας να κατοχυρωθεί νομικά.
Κράτος, Πολιτεία και Διοίκηση
Το κομματικό σύστημα και ο πολιτικός λόγος
Καμιά πολιτεία δεν μπορεί να υπερηφανεύεται για τις συλλογικές της κατακτήσεις, αν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού της συστήματος παραμένουν περίπου στάσιμα για δεκαετίες. Πολύ περισσότερο όταν η γνώση και η ωρίμανση της κοινωνίας προχωρούν και απαιτούν περισσότερα. Σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, με πρωταγωνιστή την Ε.Ε., η απαίτηση για βελτίωση των δεικτών του πολιτικού και κομματικού συστήματος, αλλά και η εξυγίανση των σχέσεων μεταξύ κομμάτων και λειτουργίας του κράτους, αποτελούν σταθερή προτεραιότητα της κοινωνίας.
Είναι γνωστά τα χαρακτηριστικά λειτουργίας του ελληνοκυπριακού κομματικού συστήματος σε συνάρτηση με το κράτος και τις πολιτειακές λειτουργίες. Η σχέση κομμάτων και κράτους αποτελεί έναν τομέα στον οποίο έχουν πραγματοποιηθεί τα μικρότερα δυνατά βήματα εκσυγχρονισμού, από το 1974 μέχρι σήμερα. Ο ασφυκτικός έλεγχος των πάντων από τα κόμματα μπορεί να συντηρεί τα ίδια μέσω των πελατειακών σχέσεων, συντηρεί όμως μια νοσηρή κατάσταση για την κοινωνία, απομακρύνει από τα πρότυπα της Ευρώπης, δημιουργεί στρεβλώσεις σε όλους τους άλλους τομείς, θέτει στο περιθώριο ή διώχνει εκτός Κύπρου νέους με προσόντα και συντηρεί την αναξιοκρατία. Όλα αυτά εμποδίζουν συνολικά την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη.
Μια από τις σημαντικές στρεβλώσεις που δημιουργεί η χαμηλή ποιότητα του πλαισίου κομματικής λειτουργίας είναι και η αδυναμία προώθησης της κοσμικότητας του κράτους. Το σύνολο του πολιτικού προσωπικού είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι κάθε άλλο παρά σύγχρονο είναι ένα κράτος στο οποίο η εκκλησία λειτουργεί ως το μεγαλύτερο κόμμα, έχει λόγο στη διαχείριση του Κυπριακού και όλων των εσωτερικών ζητημάτων, διορίζει, προάγει, αναστέλλει την εφαρμογή νόμων με μια δήλωση του Αρχιεπισκόπου, και «υποχρεώνει» τον Πρόεδρο και το Υπουργικό Συμβούλιο σε έκνομη υπακοή. Παρόλα αυτά, επειδή οι πελατειακή δυναμική είναι πλέον σύμφυτο χαρακτηριστικό του κομματικού συστήματος, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού προσωπικού και τον κομμάτων προτιμά την εξασφάλιση της εύνοιας της εκκλησίας παρά την προώθηση πολιτικών εκκοσμίκευσης του κράτους.
Προκειμένου να καταστεί εφικτή η σταδιακή εξυγίανση της σχέσης των κομμάτων με το κράτος, θα πρέπει να γίνουν κάποια ελάχιστα και αυτονόητα για ευρωπαϊκές χώρες βήματα: (α) Θεσμική αλλαγή του συστήματος διορισμών στα διοικητικά συμβούλια οργανισμών και ανεξάρτητων αξιωματούχων. Είναι συνταγματικό προνόμιο του εκάστοτε Προέδρου αυτοί οι διορισμοί, αλλά υπάρχουν συμβατοί με το σύνταγμα τρόποι ο ίδιος να δεσμεύεται στις επιλογές του από κριτήρια που μπορούν να κατοχυρωθούν νομικά. (β) Ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών στοχευμένα, προκειμένου να ασκηθεί πίεση ώστε να δεσμευτούν τα κόμματα για αλλαγή του νομικού πλαισίου. (γ) Επικουρική παρέμβαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και του επιχειρηματικού κόσμου για αλλαγή του νομικού πλαισίου, από τη στιγμή που η αναξιοκρατία στον δημόσιο τομέα πλήττει καίρια την ανάπτυξη του ιδιωτικού. (δ) Αυστηροποίηση του νομικού πλαισίου κατά της διαφθοράς, η οποία αποτελεί κίνητρο για τους μη άξιους να επιδιώκουν μέσω των κομμάτων την αναρρίχηση σε θέσεις προαγωγής ή σε διοικητικά συμβούλια. (ε) Ρύθμιση της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων και νομοθετική κατοχύρωση της διαφάνειας στη χρηματοδότηση αυτή, σύμφωνα και με τις οδηγίες της Ομάδας Κρατών Ενάντια Στη Διαφθορά, του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO). (στ) Επίσπευση των διαδικασιών για προώθηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Σε αντίθετη περίπτωση, η ανησυχητική απαξίωση της πολιτικής ζωής από τους πολίτες θα οδηγήσει σε δυσάρεστες αρρυθμίες και παρενέργειες, από τις οποίες η παθητική αποχή μεγάλου τμήματος πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες δεν θα είναι η χειρότερη.
Κράτος και φαινόμενα διαφθοράς
Βασικό γνώρισμα των ανεπτυγμένων δημοκρατικών κοινωνιών είναι τα υψηλά επίπεδα ευνομίας: όχι μόνο η δημοκρατική θέσπιση αλλά και η αποτελεσματική εφαρμογή και τήρηση ενός ολοκληρωμένου και επαρκούς συστήματος κανόνων.
Μια από τις σημαντικότερες πτυχές της ευνομίας είναι τα χαμηλά επίπεδα διαφθοράς, δηλαδή της κατάχρησης, για ιδιωτικό όφελος, κρατικής ή άλλης δημόσιας εξουσίας από αυτούς που ορίζονται για να την ασκούν.
Στην Κύπρο η διαφθορά βρίσκεται αναμφίβολα σε μη αποδεκτά επίπεδα, όπως καθίσταται πασιφανές από την πληθώρα των υποθέσεων που, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, βλέπουν το φώς της δημοσιότητας και καταλήγουν στα δικαστήρια. Η προσοχή της κοινωνίας τείνει να εστιάζει στα μεγάλα σκάνδαλα οικονομικής διαπλοκής ανάμεσα σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους και ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα. Δεν πρέπει όμως με κανένα τρόπο να υποτιμάται η μικρότερης κλίμακας διαφθορά, όπως τα φαινόμενα της ευνοιοκρατίας, του ρουσφετιού, των μικροεξυπηρετήσεων, στη βάση του κομματικού δεσμού, της συγγένειας ή της φιλίας. Το φαινόμενο αυτό, που έχει πάρει διαστάσεις κοινωνικής επιδημίας, απευαισθητοποιεί τις συνειδήσεις ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί πυκνά δίκτυα εξαρτήσεων, αποτελώντας έτσι ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη και των σοβαρότερων κρουσμάτων διαφθοράς.
Στην προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό της ελληνοκυπριακής κοινωνίας η καταπολέμηση της διαφθοράς όλων των ειδών είναι θέμα ύψιστης προτεραιότητας. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να ενισχυθούν δράσεις γρήγορου αποτελέσματος αλλά και μακράς πνοής, καταστολής αλλά και πρόληψης. Τέτοιες δράσεις αφορούν, κατά κύριο λόγο τα εξής:
- Διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της αποτελεσματικότητας των εποπτικών, καταγγελτικών και δικαστικών θεσμών του κράτους (ιδιαίτερα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, των υπηρεσιών εσωτερικού ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, της Νομικής Υπηρεσίας – Αστυνομίας, των δικαστηρίων και της Κεντρικής Τράπεζας).
- Υιοθέτηση των υποδείξεων ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών για την καταπολέμηση της διαφθοράς (INDEX), που δυστυχώς κατατάσσουν την Κύπρο αρκετά χαμηλά σε αυτόν τον τομέα.
- Αποτελεσματική εφαρμογή του πόθεν έσχες για τους πολιτειακούς και ανώτερους διοικητικούς αξιωματούχους, η οποία να περιλαμβάνει την υποβολή δηλώσεων για τα περιουσιακά στοιχεία συζύγων και τέκνων, τον έλεγχο των δηλώσεων αυτών και τη δημοσιοποίηση τους.
- Θέσπιση και εφαρμογή σαφών κωδίκων επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας σε κάθε οργανισμό του δημοσίου.
- Συστηματική εκπαίδευση του συνόλου του προσωπικού των δημόσιων οργανισμών σε θέματα επαγγελματικής ηθικής και δεοντολογίας.
- Προώθηση στη δημόσια σφαίρα της σοβαρής – μη σκανδαλοθηρικής – συζήτησης των θεμάτων που άπτονται της διαφθοράς στην κοινωνία μας.
- Ανασχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος, με τρόπο που να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη διαμόρφωση υπεύθυνων, ευσυνείδητων, κριτικά σκεπτόμενων μελών μιας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας, από την προσχολική μέχρι την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Οι δράσεις αυτές θα πρέπει να έχουν ως μακροπρόθεσμο στόχο την εμπέδωση στην κυπριακή κοινωνία μιας κουλτούρας ακεραιότητας και ευνομίας, ανάλογης με αυτήν που είναι σήμερα υπαρκτή στις χώρες που προηγούνται σταθερά στις διεθνείς συγκριτικές μετρήσεις διαφθοράς.
Ας σημειωθεί ότι σοβαρές επιπτώσεις για την κοινωνία έχουν και φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας σε ιδιωτικούς οργανισμούς, ιδιαίτερα εκ μέρους διοικητικών συμβουλίων, ή υπηρεσιακών στελεχών ιδιωτικών οργανισμών που έχουν βαρύνουσα οικονομική και κοινωνική σημασία, όπως οι μεγάλες τράπεζες. Η εξυγίανση του κράτους και η μετατροπή του σε ατμομηχανή διαφάνειας και καταπολέμησης της διαφθοράς θα συμβάλει δραστικά στον περιορισμό και στην καταπολέμησή της και στον ιδιωτικό τομέα.
Δημόσια Διοίκηση
Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης – τόσο του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, που περιλαμβάνει και τις αποκεντρωμένες επαρχιακές διοικήσεις, όσο και της τοπικής αυτοδιοίκησης – είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και πρόοδο. Παράλληλα με τον στόχο για χρηστή και αδιάφθορη δημόσια διοίκηση, υπάρχουν δύο βασικά ζητούμενα: Η διοίκηση να είναι (α) αποτελεσματική και αποδοτική, και (β) πολιτοκεντρική.
(α) Η δημόσια διοίκηση θα πρέπει να προσλάβει πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της ευελιξίας και της επιτελικής νοοτροπίας. Ένας σύγχρονος κρατικός μηχανισμός δεν θα πρέπει να αρκείται στη διεκπεραίωση, με προδιάθεση παθητικής υλοποίησης των προνοιών του νόμου ή των εντολών του πολιτικού προσωπικού. Δίπλα στη λειτουργία εφαρμογής πολιτικών θα πρέπει ν αναπτυχθεί το κύτταρο της δημιουργικότητας και της επιτελικότητας. Η δημόσια διοίκηση δεν θα πρέπει να αυτοπεριορίζεται στην συχνά τυπολατρική τήρηση των κανόνων, σε μια αμυντική προσπάθεια ελαχιστοποίησης του ρίσκου διάπραξης λαθών, αλλά να στοχεύει – αναμφίβολα εντός του πλαισίου των κανόνων – στην καλύτερη δυνατή επίτευξη κοινωνικά ωφέλιμων αποτελεσμάτων. Επιπλέον, θα πρέπει να παράγει τα αποτελέσματα αυτά αξιοποιώντας ανθρώπινο δυναμικό και υλικούς πόρους με τον πιο αποδοτικό τρόπο. Η κυπριακή δημόσια διοίκηση είναι πλέον αναγκαίο να έχει την ικανότητα να δρα αποτελεσματικά και αποδοτικά όχι απλώς ως ο διοικητικός μηχανισμός του κυπριακού κράτους αλλά ως αναπόσπαστο μέρος του πολύ πιο μεγάλου, πολύπλοκου και απαιτητικού διοικητικού πλαισίου της ΕΕ.
(β) Η διοίκηση επιβάλλεται να εγκαταλείψει την παραδοσιακή, γραφειοκρατική και αυταρχική νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία τα μέλη της κοινωνίας είναι απλώς «διοικούμενοι» που πρέπει να υπακούουν αγόγγυστα στις όποιες εντολές της και να είναι ευχαριστημένοι και ευγνώμονες για τις όποιες υπηρεσίες θελήσει να τους προσφέρει. Επίσης, δεν θα πρέπει να περιοριστεί στα θετικά μεν αλλά αποσπασματικά και μονόπλευρα στοιχεία του νεώτερου μοντέλου, γνωστού ως «Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ», το οποίο βλέπει τους πολίτες απλώς ως πελάτες-καταναλωτές των υπηρεσιών της διοίκησης, και τους οποίους η τελευταία καλείται να ικανοποιήσει κατά το υπόδειγμα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι πιο πρόσφατες προσεγγίσεις σχετικά με τη δημόσια διοίκηση, οι οποίες αναπτύσσονται και κερδίζουν έδαφος τα τελευταία χρόνια κατά κύριο λόγο στους κόλπους της ΕΕ και συνήθως αναφέρονται ως «Νέα Δημόσια Διακυβέρνηση», είναι πιο ολοκληρωμένες και, κυρίως, πιο ευαίσθητες στις ανάγκες και στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης, εκδημοκρατισμένης κοινωνίας. Το νέο αυτό μοντέλο δημόσιας διοίκησης αντιμετωπίζει το μέλος της κοινωνίας, πέρα από διοικούμενο και πελάτη, πρώτιστα ως πολίτη – ως την πηγή της δημοκρατικής νομιμοποίησης της εξουσίας του κράτους και, φυσικά, της ίδιας της διοίκησης. Με βάση την αντίληψη αυτή, κατά τη διαμόρφωση πολιτικών και τρόπων υλοποίησης τους στους τομείς της αρμοδιότητας τους, οι οργανισμοί του δημοσίου επιδιώκουν, πέρα από τον κατάλληλο συντονισμό με όλους τους άλλους εμπλεκόμενους φορείς του δημοσίου, και την ενεργό εμπλοκή και συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων τμημάτων της κοινωνίας (ομάδες ή οργανώσεις πολιτών, ΜΚΟ, κοινότητες, ιδιωτικούς οργανισμούς κ.α.). Μέσω οριζόντιων διαβουλεύσεων με όλους τους ενδιαφερομένους στοχεύουν, στο κάθε υπό συζήτηση θέμα, στη δημιουργία εκείνου του βαθμού συναντίληψης και συναίνεσης που θα διασφαλίζει ότι οι τελικές αποφάσεις θα είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στις ανάγκες της κοινωνίας, πιο κατανοητές και αποδεκτές από τους πολίτες, και πιο εφαρμόσιμες.
Για την προώθηση μιας τέτοιας αποτελεσματικής, αποδοτικής και πολιτοκεντρικής δημόσιας διοίκησης απαιτούνται σοβαρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες προς κατευθύνσεις όπως οι ακόλουθες:
- Κατάλληλες αναδιαρθρώσεις υπουργείων, Τμημάτων και Υπηρεσιών με στόχο τον εξορθολογισμό των οργανωτικών δομών της διοίκησης.
- Εξορθολογισμός των διαδικασιών, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την άμεση παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες, σε συνάρτηση με τη μεγαλύτερη δυνατή ψηφιοποίηση τους.
- Υιοθέτηση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σύγχρονων μεθόδων αξιολόγησης αιτητών για πρόσληψη ή προαγωγή.
- Εφαρμογή ευέλικτων μορφών τοποθέτησης προσωπικού (π.χ., εναλλαξιμότητα) με στόχο την όσο το δυνατό πιο ορθολογική αξιοποίηση του προσωπικού.
- Εισαγωγή καταλληλότερων συστημάτων και μεθόδων διαχείρισης της απόδοσης (περιλαμβανομένης και της αξιολόγησης και ανάπτυξης προσωπικού) και συστηματική κατάρτιση των διευθυντικών στελεχών όλων των επιπέδων στο θέμα αυτό.
- Εφαρμογή σύγχρονων εργαλείων αξιολόγησης δημόσιων οργανισμών.
- Συνεχής, συστηματική ανάπτυξη διευθυντικών ικανοτήτων σε σημαντικούς τομείς όπως η ηγεσία, ο στρατηγικός σχεδιασμός, ο συντονισμός, η διαπραγμάτευση, η διαχείριση της γνώσης και της μάθησης, η διοίκηση προσωπικού και η διαχείριση αλλαγών.
Οι πιο πάνω προτάσεις για τη δημόσια διοίκηση ισχύουν επίσης, τηρουμένων των αναλογιών, τόσο για τις Ανεξάρτητες Υπηρεσίες όσο και για τους Ημικρατικούς Οργανισμούς. Αναφορικά δε με τους τελευταίους, πρέπει να προστεθεί και η τεράστια ανάγκη να υιοθετηθούν και να εφαρμοστούν στην πράξη ορθολογικά κριτήρια για τον διορισμό καθώς και αρχές για τον τρόπο λειτουργίας των Διοικητικών τους Συμβουλίων.