Η αποτυχία για κατάληξη σε συμφωνία κατά την τελευταία προσπάθεια στον κυπριακής ιδιοκτησίας διάλογο είναι συνυφασμένη με την κορύφωση της πολιτικής κρίσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Οι όχι αμελητέες ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς στην αποτυχία, οι αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις και υπαναχωρήσεις από τον στόχο – κυρίως από τον Οκτώβριο του 2016 και μετά – αντανακλούν μια σειρά από παθογένειες. Η σημαντικότερη είναι το γεγονός ότι, παραδοσιακά, στο Κυπριακό υπάρχει διγλωσσία από το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ηγεσίας. Είναι διαφορετικός ο λόγος που εκπέμπεται προς το εσωτερικό και διαφορετικός προς το εξωτερικό, κατά τη διάρκεια σοβαρών προσπαθειών επίλυσης του προβλήματος. Διαχρονικά, αυτό δημιούργησε μια διάσταση ανάμεσα στην ίδια την πραγματικότητα και στον περί Κυπριακού πολιτικό λόγο, με αποτέλεσμα η κοινωνία να βλέπει με καχυποψία κάθε σημαντική πρόοδο.
Το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό χρησιμοποιεί το Κυπριακό περισσότερο ως καταναλωτικό αγαθό προς τέρψη του λαού. Και στη συνέχεια επικαλείται το δημιούργημά του – τη λαϊκή καχυποψία εξαιτίας του χρόνιου λαϊκισμού – για να μην πάρει σοβαρές αποφάσεις για τη λύση. Εκτός των άλλων, αυτό ευνοεί την ευημερία του στερεοτυπικού λόγου μερίδας της ηγεσίας και των ΜΜΕ στις δύο κοινότητες, ιδιαίτερα σε συνθήκες απουσίας διαπραγματεύσεων. Τα όσα γίνονται και λέγονται σε επίπεδο πολιτικών και ΜΜΕ στις δύο κοινότητες, μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, επιβεβαιώνουν ότι όταν δεν υπάρχει προοπτική επίλυσης στον ορίζοντα, δημιουργούνται τετελεσμένα όχι μόνον επί του εδάφους, αλλά και σε επίπεδο συνειδήσεων. Συνακόλουθα, αυτή η κατάσταση επιτρέπει τη συντήρηση του Κυπριακού, όχι μόνο ως ενός ανοιχτού προβλήματος με απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά και ως ένα ισχυρό άλλοθι για να μην προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός σε όλα τα άλλα πεδία της εσωτερικής πολιτικής. Και για να διατηρηθούν και να διαιωνιστούν, εν τέλει, προνόμια και κεκτημένα κακοδιαχείρισης, διαφθοράς και διαπλοκής.
Συναφώς, δύο πτυχές του προβλήματος αλληλεπιδρούν αρνητικά: Ο εδαφικός διαχωρισμός και οι επίσημες αφηγήσεις για μονόπλευρη θυματοποίηση. Η αδυναμία υπέρβασης των προβλημάτων επικοινωνίας και συνάφειας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, εξ αιτίας του διαχωρισμού, ευνοεί τη συντήρηση των αφηγήσεων σύμφωνα με τις οποίες η κάθε κοινότητα παρουσιάζει τον εαυτό της ως αποκλειστικό θύμα, και την άλλη ως αποκλειστικό θύτη. Αυτό προσδίδει στο θέμα της ασφάλειας μια δυσανάλογη διάσταση, καθώς και προσεγγίσεις ασύμβατες μεταξύ τους («μηδέν στρατεύματα και εγγυήσεις για να μην κινδυνεύουμε από την Τουρκία» – «Τουρκικός στρατός και εγγυήσεις για να μην κινδυνεύουμε από τους Ελληνοκύπριους»).
Παρόλα αυτά, οι βασικότερες πρόνοιες μιας εφικτής λύσης είναι δυνατό να καταστούν νοητές. Αυτό απέδειξε και η διαδικασία Αναστασιάδη-Ακιντζί, οπότε και σε αρκετές περιπτώσεις κατέκτησαν συγκλίσεις επιστρέφοντας σε ανάλογες που είχαν επιτευχθεί σε προγενέστερες προσπάθειες. Επομένως, η φύση της ΔΔΟ είναι σε μεγάλο βαθμό αντιληπτή. Αυτό το οποίο απομένει είναι (α) το πολιτικό προσωπικό να αποφασίσει πόσο συνειδητά και αφοσιωμένα θα επιδιώξει τη λύση, και (β) πώς θα ηγηθεί της κοινωνίας, προετοιμάζοντάς την για τη λύση, και όχι για τη διαχείριση του αδιεξόδου.
Εάν οι δύο συνθήκες ικανοποιηθούν επαρκώς, είναι βέβαιο ότι στο πλαίσιο και με τη συνδρομή του ΟΗΕ, και με τον καταλυτικό ρόλο της Ε.Ε. είναι εφικτή μια ειλικρινής και ουσιαστική επανάληψη της προσπάθειας, με πολύ σοβαρές πιθανότητες θετικής κατάληξης. Δεν παραγνωρίζεται ο ρόλος της Τουρκίας και οι ευθύνες της. Έχει όμως αποδειχτεί ότι απέχουμε πολύ από το να θεωρείται από όλους τους άλλους ως ο κύριος υπαίτιος της μη λύσης. Επομένως, στη χειρότερη περίπτωση, μια ειλικρινής προσπάθεια της πλευράς μας το ολιγότερο που μπορεί να αποδώσει είναι την κατάδειξη των ευθυνών της Άγκυρας. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα μπορεί να επαναρχίσει στο απώτερο μέλλον μια νέα προσπάθεια θα είναι κατά πολύ δυσμενέστερες από τις σημερινές. Τόσο οι αντικειμενικές (σύνδεση και περαιτέρω εξάρτηση των κατεχομένων με την Τουρκία, έποικοι, επίλυση του περιουσιακού επί του εδάφους κλπ.), όσο και οι υποκειμενικές (αρνητισμός της κοινωνίας εξαιτίας του λαϊκισμού, της κυριαρχίας των κλισέ και του ψεύδους κλπ.). Συνεπώς, επείγει η άμεση συνεννόηση των δύο ηγετών για επανέναρξη της πρωτοβουλίας, στη βάση των συγκλίσεων που έχουν επιτευχθεί και οπωσδήποτε στο «Πλαίσιο Γκουτέρες» της 6ης Ιουλίου 2017.
Σε κάθε περίπτωση, η προσήλωση της ελληνοκυπριακής πλευράς στη ΔΔΟ θα πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη, ενώ θα πρέπει να είναι διαρκώς παρούσα στη χάραξη πολιτικής η συνειδητή παραδοχή ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. δημιούργησε νέες δυνατότητες. Με τη στρατηγική σκέψη του Γ. Κρανιδιώτη η Κύπρος μπορεί να αλλάξει τη μοίρα της αν κατανοήσει τα νέα δεδομένα και αν εργαστεί με σύστημα προς αυτή την κατεύθυνση. Η ένταξη προσφέρει το κοινό θεσμικό πλαίσιο, το «κοινό σπίτι» για όλους τους Κυπρίους. Οι ευρωπαϊκές αξίες, οι αρχές της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, το κράτος δικαίου όπως αυτό καθορίζεται από την ευρωπαϊκή φιλελεύθερη παράδοση, είναι το υλικό που διαφοροποιεί θετικά, προς μια πιο σύγχρονη εκδοχή, το περιεχόμενο της ΔΔΟ.
Κλειδί σε αυτή την πολιτική αλλαγή συνιστά η ενίσχυση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας. Οι στενότεροι δυνατοί δεσμοί της Τουρκίας με την Ε.Ε. είναι προς το συμφέρον της Κύπρου, γι’ αυτό και θα πρέπει να υποστηρίζει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει η Επιτροπή με τις ετήσιες Εκθέσεις Προόδου της τουρκικής υποψηφιότητας.
Η επικοινωνία και η συνεργασία ανάμεσα στην Ελληνοκυπριακή και στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, σε όλα τα επίπεδα, μπορεί να φέρει τους πολίτες πιο κοντά και έτσι να οικοδομήσει μια καλύτερη συνεννόηση για το μέλλον της Κύπρου. Οι δικοινοτικές πρωτοβουλίες αποδεικνύουν ότι μια στέρεη βάση συνεννόησης μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα της Κύπρου με το μέλλον. Αυτό αποδεικνύει με τον χειροπιαστό τρόπο η Δικοινοτική Επιτροπή για τη Διατήρηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς και η αποτελεσματική δουλειά πολλών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Η ΕΕ μπορεί να είναι ο καταλύτης για τη λύση αν με τις ενέργειες και τους χειρισμούς μας κατακτήσουμε αυτή τη δυνατότητα. Η ΕΕ μπορεί να δώσει τις κρίσιμες απαντήσεις στα ζητήματα της ασφάλειας, της οικονομίας, της ανοικοδόμησης, και της οικονομικής υποστήριξης προνοιών της λύσης. Η δραστήρια συμμετοχή της ΕΕ στις διαδικασίες επίλυσης μπορεί να είναι μέρος της πολιτικής της ΕΕ στην Α. Μεσόγειο και στην υπό διαμόρφωση νέα, αμυντική και εξωτερική πολιτική της.