Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟ: Θέσεις και προτάσεις για να βγούμε από το αδιέξοδο
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΟΠΕΚ – Τετάρτη 10 Ιουνίου
Εκπομπή «Άλλη Διάσταση» σε συνεργασία με το VOULI.TV
«Ελληνοτουρκικά – ΑΟΖ – Κυπριακό! Πως να χειριστούμε την Τουρκία;»
* Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σε αδιέξοδο βρίσκονται οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, μπροστά στην κλιμακούμενη ένταση στην ανατολική Μεσόγειο. Όμως με κοπιώδη προσπάθεια και μια ουσιωδώς διαφορετική προσέγγιση σε τρία επίπεδα – Χάγη, Κυπριακό, Ευρωτουρκικά – μπορούν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία εκτιμά ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ροζάκης.
Πολύπειρος σε περιβάλλον διαπραγματεύσεων με την Τουρκία για τις διαφορές στο Αιγαίο και την επίλυση του Κυπριακού, ο Χ. Ροζάκης διατυπώνει την πρότασή του για προσφυγή στη Χάγη εναντίον της Λιβύης, αλλά και τις σοβαρές επιφυλάξεις του για χάραξη συντεταγμένων από την Λευκωσία ή μια δική της προσφυγή στη Χάγη εναντίον της Τουρκίας. Στέκει κριτικά για την χαμένη ευκαιρία στο Κραντ Μοντανά και την τριετή αποδέσμευση από την προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού και τονίζει: «τα προβλήματα στην εξωτερική πολιτική είναι τεχνικά και μπορούν να λυθούν, αλλά οι ηγεσίες φοβούνται το πολιτικό κόστος».
Η ανησυχία γύρω από την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες εβδομάδες είναι διάχυτη και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ο Χ. Ροζάκης σημειώνει ότι «το κλίμα έχει επιβαρυνθεί» με τις τελευταίες ενέργειες της Τουρκίας, αλλά επισημαίνει και το σοβαρό διπλωματικό κενό εδώ και 3 χρόνια: «Όχι μόνο δεν έχουμε δυνατότητες να λύσουμε προβλήματα, αλλά και οι βασικοί δίαυλοι επικοινωνίας με την Τουρκία δεν υπάρχουν πέρα από τις συνήθεις διπλωματικές σχέσεις. Από το 2016 έχει διακοπεί ο Ελληνοτουρκικός διάλογος και όλο αυτό το περιβάλλον που δημιουργείται δεν αποτελεί καλό προηγούμενο».
Οι Ε/τ σχέσεις παρουσιάζουν κατά καιρούς κύκλους εντάσεων, ενώ τα προβλήματα διαιωνίζονται. Στην παρούσα συγκυρία ο καθηγητής Ροζάκης ερμηνεύει την κλιμάκωση των ενεργειών της Τουρκίας, ως απάντηση «στις κυπριακές πρωτοβουλίες για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων της στην ΑΟΖ και σε αναφορές ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να επεκτείνει τα όρια μιας δικής της ΑΟΖ μέχρι την κυπριακή ΑΟΖ». Όμως σημειώνει: «Εμείς (η Αθήνα) δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να φθάσει η ελληνική ΑΟΖ μέχρι την Κύπρο. Είναι ίσως παράλογο με το δεδομένο μήκος των ακτών της Τουρκίας. Αλλά δεν προκαλέσαμε ποτέ πρόβλημα με το να οριοθετήσουμε ΑΟΖ ή να φτιάξουμε συντεταγμένες. Από αυτό το σημείο και πέρα, η Τουρκία έδειξε τα δόντια της, ότι είναι ισχυρή χώρα και θα επιβληθεί σε μας με την δύναμη».
Προσφυγή εναντίον Λιβύης
Η τελευταία πιο προωθημένη αξίωση της Τουρκίας είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ με την Λιβύη. «Το σύμφωνο αυτό είναι η χειρότερη εξέλιξη που περιμέναμε. Η Τουρκία πέτυχε να μας κλείσει τη δίοδο προς την ανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα στέρησε την Ελλάδα από νόμιμα δικαιώματά της. Για παράδειγμα το εξωτερικό όριο της ΑΟΖ Τουρκίας – Λιβύης συμπίπτει με την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη πέραν των 6 ν.μ. που έχουμε σήμερα και δεύτερον, δεν μπορούμε να έχουμε καθόλου ΑΟΖ στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου». Ο καθηγητής Ροζάκης διαπιστώνει ότι «υπάρχει μια έντονη κατάσταση που δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ύπαρξη διαφοράς»: Προσωπικά έχω προτείνει την παραγκώνιση της Τουρκίας σε αυτή την περίπτωση και τη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο (της Χάγης) εναντίον της Λιβύης για να πετύχουμε την ακύρωση της συμφωνίας». Ο Χ. Ροζάκης υποστηρίζει ότι συνολικά για τις διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία «η Χάγη είναι η μόνη λύση, είναι πανάκεια!»: «εφόσον δεν μπορούμε να τα βρούμε με διάλογο και διαπραγματεύσεις, εφόσον δεν μπορούμε να τα βρούμε με όρους ειρηνικούς, και από τη στιγμή που δεν επιδιώκουμε ούτε την πολεμική ρήξη, αυτό σημαίνει ότι η Χάγη είναι η μόνη οδός». Ο καθηγητής προτείνει την προσφυγή εναντίον της Λιβύης γιατί η χώρα αυτή έχει δηλώσει στον ΟΗΕ ότι επί της αρχής αποδέχεται μια τέτοια διαδικασία, έστω κι αν χρειάζεται συνυποσχετικό. Εκτιμά επίσης ότι μια τέτοια διαδικασία θα αναγκάσει την Τουρκία «να γίνει παρεμβαίνων, γιατί θίγονται τα συμφέροντά της».
Η Κύπρος στη Χάγη;
Στο ερώτημα ωστόσο, αν και η Κύπρος μπορεί να αξιοποιήσει αυτό το εργαλείο (της προσφυγής στη Χάγη) ο Χ. Ροζάκης είναι πού συγκεκριμένος: «Δεν νομίζω. Το Διεθνές Δικαστήριο πρώτα από όλα δέχεται μόνο υποθέσεις οι οποίες είναι με κοινή συναίνεση. Είτε η συναίνεση αυτή να προκύπτει από μια προηγούμενη συμφωνία, όπως λχ το λεγόμενο optional clause, δηλαδή να έχει η χώρα προηγουμένως δεχθεί την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και να πάει κάποια άλλη χώρα εναντίον της, είτε με συνυποσχετικό δηλαδή μια συμφωνία ad hoc, η οποία να λύνει τα προβλήματα επί τούτου. Αυτό δεν είναι εφικτό σήμερα επειδή η Τουρκία δεν αναγνωρίζει αυτή τη στιγμή την Κύπρο και δεν θα την αναγνωρίσει μέσα από αυτή τη διαδικασία. Αφετέρου τα προβλήματα που θα εξετάζονταν σχετίζονται με την ύπαρξης εθνότητας, δηλαδή την δημιουργία κράτους. Δεν υπάρχει θέμα να πάει δικαστήριο η Τουρκία…»
Αβάσιμη η κατάθεση συντεταγμένων
Ο Χ. Ροζάκης τεκμηριώνει διακριτικά αλλά επί της ουσίας την κριτική του σε επιλογές που έκανε ήδη η κυπριακή κυβέρνηση την τελευταία περίοδο, ιδίως με την κατάθεση συντεταγμένων: «Κοιτάξτε! Μονομερείς ενέργειες που έχουν σχέση με την οριοθέτηση ή συντεταγμένες, δεν πρέπει να υπάρχουν. Δηλαδή οι συντεταγμένες, οι κυπριακές (που έχουν γίνει) ή οι ελλαδικές, αν ποτέ καταλήξουν σε αυτές, πρέπει να είναι αποτέλεσμα της προηγούμενης οριοθέτησης με άλλο κράτος. Δεν νοείται εμείς οι Ελλαδίτες ή οι Κύπριοι να καταθέσουμε συντεταγμένες στον ΟΗΕ, χωρίς να έχουμε προηγουμένως λύσει το πρόβλημα της περιοχής που πάμε να κάνουμε τις συντεταγμένες. Αυτό δεν πρέπει να γίνει. Οι συντεταγμένες είναι αποτέλεσμα οριοθετήσεων, δεν νοείται κατάθεση συντεταγμένων πριν από την οριοθέτηση».
Όσο ερωτάται για το ζήτημα οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας, τόσο περισσότερο γίνεται συγκεκριμένος: «Κάτι τέτοιο δεν είναι βάσιμο. Η Ανατολική Μεσόγειος, από ότι ξέρω, προσδιορίζεται από τις ακτές της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει τις μεγαλύτερες ακτές στην περιοχή. Οι ακτές παίζουν καταλυτικό ρόλο στην οριοθέτηση. Δηλαδή εάν ποτέ θέλεις να οριοθετήσεις, ένα από τα στοιχεία που θα ληφθούν υπόψιν είναι το μήκος των ακτών. Το μήκος των ακτών της Ελλάδας σε σχέση με τις τουρκικές ακτές που υπάρχουν στην περιοχή είναι ελάχιστο. Άρα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου έχουμε και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, αλλά όχι τόση όση να φθάσει έως την Κυπριακή ΑΟΖ. Υπάρχει διεθνής νομολογία και αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου πάνω στο θέμα αυτό των ακτών. Το Καστελόριζο έχει υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ αλλά όχι τόση, ώστε ένα μπορεί να καλύψει την απόσταση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Η σφίγγα Τουρκία
Ο καθηγητής Χ. Ροζάκης έχει την εμπειρία της διαπραγμάτευσης με την Τουρκία την εποχή «Ελσίνκι» (1999 – 2003) και κάνει συγκρίσεις: «Η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί αυτή τη διαδικασία της Χάγης ως λύση γιατί υπήρχε μπροστά της η πιθανότητα για ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τουρκία, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση ήθελαν θερμότατα αυτή την προοπτική και υπήρχε και η απόφαση του Ελσίνκι, βάσει της οποίας πρώτον, έγινε η ένταξη της Κύπρου και αφετέρου υποχρέωνε την Τουρκία να λύσει τα προβλήματα με διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και αν αποτύγχαναν, να γίνει προσφυγή στη Χάγη. Ήταν το δέλεαρ της ΕΕ που οδηγούσε την Τουρκία να υποστεί την ταπείνωση του δικαστηρίου. Σήμερα δεν έχουμε αυτό το δέλεαρ, είμαστε κυριολεκτικά επί ξύλου κρεμάμενοι. Δεν έχουμε καμία δυνατότητα να την επηρεάσουμε με κίνητρο την ένταξη στην ΕΕ. Δεν την θέλει ούτε η ΕΕ, τα περισσότερα κράτη μέλη της. Δεν έχουμε οπλισμό…»
Στον προβληματισμό αυτό, ο Χ. Ροζάκης προσθέτει την ανάγκη για ανάληψη μιας νέας κοπιώδους προσπάθειας, αλλά μόνο υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για να ξετυλιχθεί το κουβάρι. Πρωτεύον ζήτημα το Κυπριακό: «Αν αυτή τη στιγμή μπορούσαμε να πούμε ότι το Κυπριακό οδεύει σε λύση, θα ήταν τελείως διαφορετική η κατάσταση. Διότι το Κυπριακό επηρεάζει τρομερά τις Ε/Τ σχέσεις . Δεν μπορούμε να το πούμε ότι το Κυπριακό βρίσκεται στην οδό της επίλυσης και επανένωσης. Η Τουρκία θέλει να παίξει το ρόλο της υπερδύναμης στην περιοχή και κάνει ότι μπορεί για να το πετύχει. Η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται σε αδιέξοδο. Σας λέω η μόνη λύση είναι η προσφυγή στο δικαστήριο εναντίον της Λιβύης, η οποία δεν λύνει το πρόβλημα, λύνει το επιμέρους».
Στο ερώτημα αν μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για τη Χάγη για το σύνολο των Ε/Τ διαφορών, ο Χ. Ροζάκης θεωρεί ότι «όλες οι αναφορές για το θέμα από την πλευρά της Τουρκίας είναι ρητορικές γιατί εύκολα θα μπορούσε αν ήθελε, να αποκαταστήσει το διάλογο που είχαμε το 2016. Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να φοβηθεί στη Χάγη, ούτε για τις διαφορές με τη Λιβύη, ούτε για τις διαφορές με την Τουρκία. Εμείς βλέπουμε την Χάγη για την επίλυση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Η Τουρκία βλέπει τη Χάγη ως διαδικασία για να επιλυθούν θέματα που εμείς δεν θεωρούμε ότι θα πρέπει να μπουν στην δικαιοδοσία της Χάγης: αιγιαλίτιδα ζώνη και αποστρατικοποίηση νησιών. Η Τουρκία ίσως να ήταν διατεθειμένη να πάει στη Χάγη για όλα αυτά τα θέματα από κοινού. Εμείς δεν είμαστε διατεθειμένοι να πάμε για όλα…. Το 2003 είχαμε φθάσει σε καλό σημείο, όλα είχανε συζητηθεί και περίπου λυθεί»
Η Τουρκία σήμερα
Ο καθηγητής Ροζάκης θεωρεί ότι εάν δεν μεσολαβούσε η κυβερνητική αλλαγή της εποχής εκείνης (αρχές 2004), «θα είχαμε λύσει τα προβλήματα»: «Δυστυχώς η κυβέρνηση Καραμανλή που διαδέχθηκε την περίοδο Σημίτη αποδεσμεύτηκε από το Ελσίνκι. Χάσαμε τότε μια μεγάλη ευκαιρία, όπως και εσείς οι Κύπριοι χάνεται επανειλημμένα ευκαιρίες…»
«Ενδιαφέρεται λίγο για την ευρωπαϊκή της πορεία. Δεν είναι το πρώτιστο γεγονός. Ξέρει όμως ότι η Ευρώπη δεν την θέλει, δεν είναι διατεθειμένη να την εντάξει αυτή τη στιγμή και αυτό είναι το θέμα. Ενώ εκείνη την εποχή ήθελε η Ευρώπη πλησίστια να την εντάξει. Είναι μια μεγάλη διαφορά που αποβαίνει επιζήμια προς την Ελλάδα και την Κύπρο».
Υπάρχει επιλογή αναμέτρησης;
«Μια πολεμική αναμέτρηση δεν συμφέρει ούτε την Τουρκία, ούτε την Ελλάδα για πολλούς λόγους. Για την Ελλάδα πρώτα από όλα γιατί είναι μια φιλειρηνική χώρα η οποία θέλει να αναπτύξει την οικονομία της. H ελληνική οικονομία είναι εύθραυστη αλλά ικανοποιητική. Μια σύγκρουση θα την έφερνε πίσω. Αλλά και η Τουρκία θα υφίστατο μια σειρά από αρνητικές επιπτώσεις , διότι η οικονομία της δεν είναι στα καλύτερά της. Η προσθήκη ενός άλλου μετώπου στα πολλά που έχει ανοίξει θα μπορούσε να έχει επιβλαβείς επιπτώσεις στην οικονομική της κατάσταση. Νομίζω ότι το ξέρει αυτό και για αυτό τον λόγο πιστεύω ότι δεν πρέπει να φθάσουμε μέχρι εκεί. Όμως πιέζουν με τα μέσα της ισχύος και της απειλής βίας. Με φρεγάτες, με υπερπτήσεις, δείχνουν ότι επιδιώκουν μια ρήξη. Δεν νομίζω όμως να πιστεύουν στην πολεμική λύση».
Μπορούμε να συνεννοηθούμε;
«Υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαμε να βρούμε λύση γιατί τα προβλήματα είναι τεχνικά. Αν δεν υπήρχε αυτή η έξαρση στις σχέσεις, η αντιπαλότητα που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια, θα μπορούσαμε να τα βρούμε με την Τουρκία. Όπως όλες οι χώρες έχουν βρει τις λύσεις των προβλημάτων τους, θα μπορούσαμε και εμείς να κάνουμε το ίδιο. Αλλά δυστυχώς είναι η έξαρση, είναι η αντιπαλότητα που δημιουργεί το αδιέξοδο. Χάθηκαν ευκαιρίες και για την Κύπρο όπως ήταν το Κρανς Μοντανά. Η στασιμότητα είναι πολύ κακή γιατί δεν συμβάλει στην επίλυση. Η Τουρκία θα ήθελε να λυθεί το πρόβλημα με τους όρους της βέβαια αλλά δεν πιέζει κιόλας, ούτε βιάζεται. Από την άλλη οι δύο βασικοί παράγοντες δηλαδή οι Ε/κ και οι Τ/κ δεν προχωράνε με ταχύτητα για την επίλυση και τη δημιουργία μιας ενιαίας Κύπρου. Αυτοί οι παράγοντες είναι πολύ αρνητικοί και πρέπει να ξεπεραστεί αυτό το αδιέξοδο, κάτι που θα ωφελούσε βέβαια κατευθείαν και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις κατευθείαν. Το Κυπριακό είναι καθοριστικό στις Ε/Τ σχέσεις. Πάντα το Κυπριακό έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση τους. Είναι κρίμα που δεν βρέθηκε μια λύση στο Κραντ Μοντάνα . Και το θέμα είναι από πού θα ξεκινήσουν οι συνομιλίες τώρα. Το τότε κεκτημένο του Κραντ Μοντανά πρέπει να είναι αρχή για τις περαιτέρω συζητήσεις. Τότε στο ζήτημα της ασφάλειας, βάσει των δηλώσεων των τούρκων θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι μια βαθμιαία απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων και μια διαφοροποίηση του καθεστώτος των εγγυήσεων ήταν εφικτή».
Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι βεβαίως μπορούν να βρουν μια κοινή γλώσσα. Γιατί και ο Μουσταφά Ακιντζί και ο πρόεδρος Αναστασιάδης είναι πολύ κοντά από πλευράς νοοτροπίας και θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν. Φοβούμαι ότι δεν γίνεται στην έκταση που μπορούσε να γίνει. Έχετε χάσει το timing και χάθηκαν και πολλές ευκαιρίες αδίκως. Από εκεί και πέρα δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταθέσουμε τα όπλα πρέπει να προσπαθήσουμε ξανά…»
Στην αναδιάταξη του σκηνικού για να σπάσει το αδιέξοδο, ο Χ. Ροζάκης υποστηρίζει ότι χρειάζεται σχέδιο και πολιτική βούληση: «Φοβάμαι ότι υπάρχει ένα θέμα πολιτικού κόστους. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να προχωρήσει γιατί φοβήθηκε το πολιτικό κόστος. Έδωσε μεγάλες προσδοκίες στις δυνατότητες που είχε να επιλύσει τα προβλήματα ενώ δεν υπήρχαν τέτοιες δυνατότητες. Παράλληλα χάσαμε και εμείς ευκαιρίες που ήταν αξιοποιήσιμες. Υπάρχει η δυνατότητα. Αρκεί να υπάρχει βούληση αλλά πρέπει να ξεπεράσουμε το πολιτικό κόστος που μας κατατρύχει χρόνια ολόκληρα και εμπόδισε την επίλυση.
Μια νέα Ευρωτουρκική Σχέση
Εγώ πιστεύω ότι εκτός από την προσφυγή με τη Λιβύη, πρέπει να επιδιώξουμε να καθορίσουμε ως Ευρωπαϊκή Ένωση μια καινούργια σχέση με την Τουρκία. Μια ενισχυμένη τελωνειακή σχέση, η οποία θα έδινε στην Τουρκία και χρήματα για να ξεπεράσει την οικονομική της ανέχεια και θα την ενεθάρρυνε να βρει λύσεις για το Κυπριακό και τα Ελληνοτουρκικά. Οι Ευρωπαίοι είναι το πρόβλημα. Θα δεχθούν μια συνολική λύση του τουρκικού ζητήματος; Πρέπει να επιστρατευτούν όλες οι δυνάμεις μας να μεταβάλουμε τη θέση της ΕΕ, ώστε να δώσει οικονομικά οφέλη στην Τουρκία. Αναζητούν όλοι μια ειδική σχέση, μια χρυσή τομή που θα δίνει στην Τουρκία όλες τις δυνατότητες, χωρίς ταυτόχρονα να γίνεται πλήρες μέλος. Μπορεί να συγκλίνουν οι Γερμανοί και οι Γάλλοι που είναι οι κορυφαίοι, αλλά χρειάζεται αγώνας για να πεισθεί όλη η ΕΕ να προχωρήσει σε πράξεις. Αυτό είναι το βασικό όπλο μας και εμείς πρώτοι δεν θέλουμε να δημιουργηθεί σχέση δυσαρέσκειας, αλλά αντίθετα, όσο το δυνατόν να προσεγγίσει και να παραμείνει κοντά στην ΕΕ.