Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της κυπριακής ιθαγένειας
Οταν ένα κράτος παραχωρεί την υπηκοότητά του σε πολίτη άλλης χώρας, πρόκειται συνήθως για μια πράξη απόδοσης τιμών και έκφρασης ευγνωμοσύνης προς τον νέο πολίτη, για τις ιδιαίτερες υπηρεσίες που παρείχε στον λαό του εν λόγω κράτους. Για παράδειγμα τον Ιανουάριο του 2019, η ελληνική κυβέρνηση τίμησε με την παραχώρηση ελληνικής ιθαγένειας τους τρεις ψαράδες (έναν Αλβανό και δύο Αιγύπτιους) που κατά τη διάρκεια της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι, χωρίς να λογαριάσουν τη δική τους ζωή, έπεσαν στη θάλασσα για να σώσουν τις ζωές άλλων ανθρώπων. «Πήγα με την καρδιά μου.
Όσους ανθρώπους έσωσα, το έκανα με την καρδιά μου. Δεν περίμενα κάτι. Αύριο θα περπατάω στον δρόμο Έλληνας… », δήλωσε τότε ο Μαχμούτ, ένας εκ των δύο Αιγυπτίων, φανερά ευγνώμων για την τιμητική αυτή διάκριση. Όταν επί προεδρίας Τάσσου Παπαδόπουλου ανοίχτηκε το παράθυρο για την παραχώρηση υπηκοοτήτων στη βάση οικονομικών κριτηρίων, η χώρα μετρούσε την πρώτη απόπειρα κοστολόγησης της κυπριακής ιθαγένειας. Βεβαίως εδώ τίθεται το ερώτημα, κατά πόσο είναι ηθικά ορθό να εμπορευματοποιείται η ιδιότητα του πολίτη μιας χώρας.
Μήπως κάποια πράγματα δεν έχουν τιμή; Από την άλλη, υπάρχει άραγε αξιόπιστη μαθηματική φόρμουλα υπολογισμού της νομικής σχέσης του πολίτη με το κράτος; Ο στόχος πάντως που τέθηκε από την τότε κυβέρνηση, ήταν η προσέλκυση ξένων επενδυτών, οι οποίοι θα άφηναν στην πραγματική οικονομία ένα αξιοσέβαστο κεφάλαιο. Η ίδια φιλοσοφία υιοθετήθηκε και επί προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια, παρόλο που το 2011 έγινε προσπάθεια βελτίωσης της ελκυστικότητας του προγράμματος. Από τα 25 εκατομμύρια ευρώ που ήταν αρχικά το απαιτούμενο ύψος της επένδυσης, ο πήχης κατέβηκε στα 10 ή 15 εκατομμύρια, αναλόγως της μορφής επένδυσης. Ήταν τότε που άρχιζε η κυπριακή οικονομία να ασφυκτιά, με την κυβέρνηση να αναζητάει απεγνωσμένα ψήφο εμπιστοσύνης, κυρίως προς τις κυπριακές τράπεζες. Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες όμως, τα κριτήρια παρέμειναν αυστηρά. Καθένα από αυτά επέβαλλε με άμεσο ή έμμεσο τρόπο την επένδυση στην πραγματική οικονομία συνεισφέροντας στη μεγέθυνση του ΑΕΠ και σε νέες θέσεις εργασίας.
Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος όμως, που η ζήτηση για το κυπριακό διαβατήριο παρέμεινε χαμηλή. Άλλωστε, γιατί να επιλέξει κανείς την κυπριακή υπηκοότητα όταν με αντίστοιχη επένδυση σε άλλα προηγμένα κράτη της Ε.Ε. θα μπορούσε εξασφαλίσει μια καλύτερη ποιότητα ζωής γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Και φτάνουμε στην κυβέρνηση Αναστασιάδη, η οποία κατάφερε ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για το κυπριακό πρόγραμμα: Έστησε ένα μοναδικό καταφύγιο και συνάμα πλυντήριο, για τον κάθε απατεώνα, φοροφυγά ή διεφθαρμένο ΠΕΠ. Από το 2013 τροποποίησε το άρθρο 111Α της σχετικής νομοθεσίας, (άρα εις γνώση της βουλής), δίνοντας υπερεξουσίες στο Υπουργικό Συμβούλιο ώστε να καθορίζει ανενόχλητο τα κριτήρια της κατ’ εξαίρεση πολιτογράφησης. Τον Μάιο του ίδιου έτους θεσπίζει τα πρώτα κριτήρια, με τη σημαντικότερη αλλαγή να είναι η μείωση του ύψους της επένδυσης στα 5 εκατομμύρια. Ένα χρόνο αργότερα, το Υπουργικό σκανδαλωδώς ξεχειλώνει τα κριτήρια, στρέφοντας τις επενδύσεις απροκάλυπτα στον κλάδο των ακινήτων. Κι αφού «αι ημέτεραι» δυνάμεις θησαύριζαν, ποιος νοιάστηκε για την πραγματική οικονομία;
Το ξεχείλωμα διπλασίασε τις αιτήσεις για πολιτογράφηση τη διετία 2014-15, ενώ το 2016 τις τριπλασίασε. Σεπτέμβρη του 2016 κι ενώ προθερμαίνονταν οι μηχανές για την προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση Αναστασιάδη βγάζει το κυπριακό διαβατήριο σε εκπτωτική προσφορά 50%. Οι «υψίστου επιπέδου υπηρεσίες» προς τη Δημοκρατία τιμολογούνταν πλέον στα 2,5 εκατομμύρια. Ήταν τότε που κάθε ακίνητο, καλό, κακό, μικρό ή μεγάλο, κόστιζε 2,5 εκατ., κομμένο ραμμένο στα μέτρα του προγράμματος. Οι στρεβλώσεις στην αγορά ακινήτων, τα ακριβά ενοίκια και η αύξηση των αστέγων στη Λεμεσό ήταν οι παράπλευρες απώλειες με τις οποίες δεν ασχολήθηκε, ούτε απολογήθηκε ποτέ κανείς. Η άτακτη υποχώρηση ήρθε δύο χρόνια αργότερα, όταν υπό την πίεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και υπό το βάρος σειράς δημοσιευμάτων του ξένου Τύπου για μεγάλο αριθμό επενδυτών-απατεώνων που ξέπλεναν χρήματα μέσω του κυπριακού προγράμματος, η κυβέρνηση αποφάσισε να θεσπίσει αυστηρότερα κριτήρια αξιολόγησης των υποψήφιων επενδυτών. Το ρεπορτάζ του Al Jazeera, όμως, καταδεικνύει ότι και αυτός ο μηχανισμός υπήρξε διάτρητος.
Είναι για όλα τα πιο πάνω που ο κ. Νουρής στη συνέντευξη Τύπου την περασμένη Τετάρτη πιάστηκε ξανά να ψεύδεται. Δεν κληρονόμησε η κυβέρνηση Αναστασιάδη κανένα πρόγραμμα πολιτογράφησης με χαλαρό πλαίσιο ελέγχου και αμφίβολου οικονομικού οφέλους για τη Δημοκρατία. Το πρόγραμμα πολιτογράφησης ξεχείλωσε, έκοψε και έραψε η σημερινή κυβέρνηση, εις γνώσιν της για το μηδαμινό όφελος στην οικονομία (1,2% – βλέπε έκθεση ΥΠΟΙΚ Φεβ. 19). Τα οφέλη όμως έρεαν απρόσκοπτα προς τους ημέτερους developers, λογιστές και δικηγόρους, που έτρεχαν σ έναν αγώνα μίζας για την ταχύτερη διαδικασία πολιτογράφησης. Καθότι δεν τα έχει προσμετρήσει ο κος Γεωργιάδης στην έκθεσή του, ενδεχομένως τα έσοδα να έρεαν και μαύρα! Το ισχυρότερο δε πλήγμα κατά της αξιοπιστίας της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι που ανάμεσα στη λίστα με τα δικηγορικά γραφεία που αποκόμισαν οφέλη από το πρόγραμμα πολιτογράφησης, φιγουράρει και το γραφείο που φέρει το όνομα του πρώτου πολίτη της χώρας. Αν ο Αιγύπτιος Μαχμούτ περπατάει πλέον στο δρόμο σαν «Έλληνας», ο μέσος Κύπριος πολίτης, με την Κυπριακή Δημοκρατία να διασύρεται διεθνώς και το κύρος της να πιάνει πάτο, έχει κάθε λόγο να ντρέπεται και να περπατάει στο δρόμο ως να είναι ο τελευταίος «ιθαγενής».
*Ο κ. Πάνος Λοΐζου Παρράς είναι οικονομολόγος.