Ευρωτουρκικό σταυρόλεξο! Η δογματική και προβλέψιμη Λευκωσία
Εξετάσεις σε όλα τα μέτωπα (ΑΟΖ, Κυπριακό, Ευρωτουρκικά) δίνει αυτή την περίοδο η κυβέρνηση Ν. Αναστασιάδη για την ικανότητά της να ελίσσεται και να πείθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, πόσο επαρκής είναι να χειριστεί το σύνθετο περιβάλλον των «27», να πείσει και να βγάλει αποτέλεσμα;
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ καθόρισε ειδική σύνοδο για την Τουρκία τον Σεπτέμβριο (24 – 25/9). Μετά την ειδική τηλεδιάσκεψη των ηγετών για την Λευκορωσία (19/8), ο Μισέλ εξέφρασε την αλληλεγγύη της ΕΕ προς την Ελλάδα και την Κύπρο, σημειώνοντας ότι για την Τουρκία ότι «όλα τα ενδεχόμενα είναι στο τραπέζι». Είχε ερωτηθεί κατά πόσο η αντίδραση της ΕΕ στα όσα συμβαίνουν στην ανατολική Μεσόγειο θα είναι τόσο άμεση έναντι της Τουρκίας, όσο με το καθεστώς Λουκασέγκο. Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιντεν συμφώνησε και συμπλήρωσε: «Θέλουμε διάλογο που να λύσει τα προβλήματα και θέλουμε να τα λύσουμε μαζί».
Στην τηλεδιάσκεψη ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης θεώρησε σκόπιμο να επικρίνει άλλους ηγέτες των κρατών μελών για «δύο μέτρα και δύο σταθμά», αφήνοντας αιχμές για «χλιαρή αντίδραση στην κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας». Ο Σαρλ Μισέλ δεν έκρινε ώριμη τη διεξαγωγή συζήτησης για την Τουρκία και άφησε μόνο τη Λευκορωσία στην ατζέντα. «Η ΕΕ επιβάλλεται να είναι παρούσα όποτε παραβιάζονται δημοκρατικές αρχές και όχι κατ΄ επιλογήν ή με βάση τα ειδικότερα συμφέροντα των κρατών μελών», διαμαρτυρήθηκε ο Κύπριος πρόεδρος.
Για μήνες το «Γιαζούζ» διεξάγει γεωτρήσεις σε οριοθετημένη κυπριακή ΑΟΖ και η Λευκωσία ζητά «κυρώσεις». Στην ΕΕ υπήρξε ουσιαστική διπλωματική κινητοποίηση όταν ο ανταγωνισμός για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών έφερε σε τροχιά σύγκρουσης την Ελλάδα με την Τουρκία. Στην παρέμβαση Αναστασιάδη περί «δύο μέτρων και δύο σταθμών», συμφώνησε και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, ο οποίος αναζητεί τον τρόπο, ύστερα από πολύχρονη αναβλητικότητα, να επανεκκινήσει τον Ε/Τ διάλογο για εκτόνωση των εντάσεων με την Τουρκία.
Η κυπριακή διπλωματία διαμαρτύρεται και επιμένει σε κυρώσεις, μια προσέγγιση που τυγχάνει μερικής υποστήριξης από μια ισχνή μειοψηφία στο Συμβούλιο. Είναι η προσέγγιση του Κυπρίου προέδρου στο αυστηρά πολιτικό περιβάλλον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αποτελεσματική; Aπόδειξη δυναμικής παρέμβασης, ή συμβαίνει το αντίθετο; Τους τελευταίους μήνες τέτοια και ανάλογα επεισόδια συμβαίνουν και στο Συμβούλιο Υπουργών. Ο ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδης «κακίζει» τους άλλους υπουργούς για τη στάση τους να μην λαμβάνουν κυρώσεις κατά της Τουρκίας: «Δεν χαίρομαι να είμαι σε θέση να πω «εγώ τα έλεγα», ούτε να επαναλαμβάνω ότι η Κύπρος υπογράμμιζε από τον Ιούλιο του 2019 ότι η πολιτική του κατευνασμού δεν θα δουλέψει με την Τουρκία. Αντιθέτως, η πολιτική του κατευνασμού και η χλιαρή αντίδραση της Ε.Ε. λειτουργεί ως μορφή ενθάρρυνσης και εκλαμβάνεται ως αδυναμία από μία χώρα που τρέφεται από το bullying, την επιθετικότητα και το εκβιασμό» (Ν. Χριστοδουλίδης, τηλεδιάσκεψη 14/8). Σε εκείνη τη σύνοδο, η ελληνική και η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησαν δυναμική αντίδραση της ΕΕ για την πλεύση του «Ορούτς Ρέις» σε διαφιλονικούμενα νερά, αλλά τέτοια απόφαση δεν υπήρξε, παρά μόνο, να εξεταστεί μια «λίστα επιλογών» που θα ετοιμάσει ο Ύπατος Εκπρόσωπος Ζοζέπ Μπορέλ.
Παλιομοδίτικη διπλωματία
Η σχολή διπλωματίας της Λευκωσίας έχει μακρά παράδοση στον βερμπαλισμό και την πολυγλωσσία. Αγνοεί τους συσχετισμούς, δεν λαμβάνει καν υπόψη τις θεσμικές δυνατότητες που έχει ένα κράτος μέλος με τα χαρακτηριστικά της Κύπρου για να κάνει την βέλτιστη χρήση της συμμετοχής της. Τουλάχιστον 6 κράτη μέλη, ανάμεσά τους τα 3 από τα 4 πλέον ισχυρά – Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία – με βαρυσήμαντο λόγο, διαφωνούν με την επιλογή αντιμέτρων και κυρώσεων. Ο φορτικός τόνος Αναστασιάδη – Χριστοδουλίδη που παραπέμπει στη διπλωματία της εποχής των …Αδεσμεύτων, εξυπηρετεί μόνο για να αναπαράγεται στα κυπριακά ΜΜΕ ως «ξέσπασμα». Στην πράξη, για όσους γνωρίζουν το περιβάλλον της ΕΕ, είναι εντελώς αντιπαραγωγικός και απωθητικός για τους Ευρωπαίους.
Η καταπόνηση των θεσμικών διαδικασιών σε Συμβούλια, χωρίς προτάσεις για λύσεις στα προβλήματα, μάλιστα με λογύδρια περί «επιμέρους συμφερόντων» συνιστά απόδειξη απομόνωσης. Πώς μπορεί ένα μικρό κράτος μέλος, που επί των ημερών Ν. Αναστασιάδη διακρίνεται για την ιδιοτελή πολιτική της (χρυσά διαβατήρια, κατάρρευση δεικτών διαφάνειας) να κάνει μαθήματα για συνεπή ευρωπαϊσμό; Ο Κύπριος πρόεδρος είπε στους ομολόγους του στην τηλεδιάσκεψη της Τετάρτης: «Η Κύπρος βιώνει εδώ και χρόνια την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών από την Τουρκία. Αναμένω την ίδια (με τη Λευκορωσία) σθεναρή και αποφασιστική προσέγγιση να ακολουθηθεί από την ΕΕ και για τρίτες χώρες που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο…»
Όμως, ο ίδιος ο πρόεδρος Αναστασιάδης, σήμερα δεν έχει καμία έξωθεν καλή μαρτυρία για το πώς θα τερματίσει την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο νησί. Η προσήλωση του στις προσπάθειες του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού αμφισβητείται στις Βρυξέλλες και στη Νέα Υόρκη. Σε διάστημα τριών χρόνων, λαμβάνει διαρκώς πρόσκληση από τον Γενικό Γραμματέα Α. Γκουτέρες να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις που να έχουν νόημα και κατάληξη και προειδοποιήσεις από το Συμβούλιο Ασφαλείας ότι «το στάτους κβο στην Κύπρο δεν είναι πλέον βιώσιμο…» Πώς μπορεί να γίνει κατανοητός ή πιστευτός στους ομολόγους του, όταν όλο αυτό το διάστημα δεν έθεσε ποτέ την ουσία του Κυπριακού στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο; Ως γνωστόν, οι κορυφαίοι της ΕΕ τότε που ήταν παρόντες στις Διασκέψεις για την Κύπρο στη Γενεύη και στο Κραντ Μοντάνα (Γιούγκερ, Τίμερμανς, Μογκερίνι) αποχώρησαν, έχοντας λάβει μια πολύ πικρή γεύση ως προς την πραγματική βούληση για λύση.
Η ελλειμματική πολιτική της Λευκωσίας στον χειρισμό της δύσκολης συγκυρίας με την Τουρκία φαίνεται από το ύφος των παρεμβάσεων του προέδρου. Μπορεί οι υπόλοιποι από σεβασμό να είναι υποχρεωμένοι να τον ανεχτούν, αλλά δεν είναι διατεθειμένοι να τον λάβουν υπόψη, ως να είναι το ακροατήριό του σε τηλεοπτικό διάγγελμα του ΡΙΚ ή σε κομματική συγκέντρωση. Μπορεί ο Ν. Αναστασιάδης να ισχυρίζεται ότι γνωρίζει εκείνος καλύτερα ποια είναι τα δικά τους συμφέροντα και ποιες αξίες οφείλουν να πρεσβεύουν;
Η «καλή» Μέρκελ και ο «κακός» Μακρόν
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, δύο κορυφαίοι δίνουν το στίγμα του χειρισμού που θα γίνει με την Τουρκία: η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρόεδρος Μακρόν. Η συνάντησή τους την Πέμπτη στη θερινή κατοικία του Γάλλου προέδρου στη Μεσόγειο συνόψισε την κοινή τους στάση: εκτόνωση των εντάσεων – σεβασμός του δικαίου. Η καγκελάριος Μέρκελ δείχνει ότι θα συνεχίσει να ηγείται μιας σοβαρής μεσολαβητικής προσπάθειας στον Ε/Τ διάλογο, ενώ ήταν πολύ σαφής έναντι και της Λευκωσίας όταν συναντήθηκε τον Ιούλιο με τον Κύπριο πρόεδρο: η Κύπρος να ακολουθήσει, βάζοντας ξανά προτεραιότητα στον ΟΗΕ. Ο Ε. Μακρόν διατηρεί μια διαφορετική ρητορική έναντι της Τουρκίας, αλλά επί της ουσίας, συμφωνεί με το Βερολίνο στην επιτακτική ανάγκη για «συνεκτική» σχέση με την Τουρκία στη βάση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής θέσης: «οι θέσεις μας δεν είναι αντικρουόμενες, είναι συμπληρωματικές…», είπε ο Γάλλος πρόεδρος. «Είμαι πεπεισμένη ότι αν η Γερμανία και η Γαλλία ενώσουν τις δυνάμεις τους θα έχουμε μια καλή λύση που θα κάνει εφικτή τη συνεργασία» (στην ανατολική Μεσόγειο), είπε η Μέρκελ.
Η Λευκωσία δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται πώς λειτουργεί ο γαλλογερμανικός άξονας, ιδίως την περίοδο αυτή που διακυβεύονται πολύ περισσότερα για την ΕΕ (οικονομική ανάκαμψη, ενοποίηση, Brexit κτλ). Μονοθεματικός και απομονωμένος στην δική του αντίληψη περί διπλωματίας, με τα σημειώματα Χριστοδουλίδη και συνεργαστών περιορισμένης εμπειρίας, ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης θεώρησε ότι μπορεί να ελιχθεί και να κερδίσει την εύνοια του Παρισιού, κατηγορώντας την καγκελάριο Μέρκελ για ιδιοτέλεια έναντι της Τουρκίας και επαινώντας τον πρόεδρο Μακρόν (συνέντευξη στον ελληνικό σταθμό Open (30/6): «Ο Μακρόν είναι μια αχτίδα ελπίδας… Γνωρίζω ότι ένα υποβρύχιο και άλλα έξι κατασκευάζονται από την Τουρκία με γερμανική βοήθεια. Αναλογίστηκε ποτέ η Γερμανία τι εκτρέφει;»
Κραυγαλέες αντιφάσεις
Την εβδομάδα που πέρασε ο ΥΠΕΞ της Ελλάδας Ν. Δένδιας πραγματοποίησε επίσκεψη – αστραπή στο νησί για σκοπούς συντονισμού με την Λευκωσία. Η δοκιμασία του «Ορούτς Ρέις» κάνει την ελληνική διπλωματία να γίνεται πιο ρεαλιστική ως προς τον χειρισμό της Τουρκίας. Γι’ αυτό ξεκαθάρισε στο μυαλό του πρωθυπουργού Μητσοτάκη, η πιο λογική και συμφέρουσα οδός της ελληνικής διπλωματίας: «διάλογος και βλέπουμε» …Χάγη.
Η Λευκωσία επιδιώκει στην ΕΕ να υιοθετηθεί μια αντίστοιχη διαδικασία, έχοντας μάλιστα στο χέρι συμπεράσματα του Συμβουλίου τον Μάϊο, μια τέτοια γενική παρότρυνση προς την Τουρκία. Πλην όμως, η Άγκυρα δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχθεί τέτοια πρόσκληση με κράτος που δεν αναγνωρίζει από το 1964 και έχει δώσει ήδη την απάντησή της: ας διαπραγματευτούν οι Ε/κ με τους Τ/κ και τώρα στο παρασκήνιο συζητείται ένας τέτοιος «μηχανισμός». Πολλοί αντιλαμβάνονται και πρώτος ο ΟΗΕ ότι το στάτους κβο στην Κύπρο δεν προσφέρεται για «σαλαμοποίηση». Στην περίπτωση της Κύπρου, ο ορθολογισμός δείχνει κατευθείαν προς την κατεύθυνση της επανάληψης των διαπραγματεύσεων του ΟΗΕ για συνολική επίλυση, κι όχι την περιπλοκή σε χωρίς νόημα επιμέρους συζητήσεις. Με ποιο τρόπο θα επιτευχθεί συντονισμός σε ανάλογες επιδιώξεις έναντι της Τουρκίας, ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία, αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη εισέλθει στη διαδικασία διαλόγου, ενώ η κυβέρνηση Αναστασιάδη θα εμμένει στη γραμμή των κυρώσεων, ενώ ταυτόχρονα αποφεύγει τον διάλογο στον ΟΗΕ; Είναι δυνατόν, η κυπριακή διπλωματία, να παρεκκλίνει σε μια τόσο αυτοκαταστροφική πορεία;
Κανείς δεν γνωρίζει ποια ποιότητα συντονισμού μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις, όταν διαμορφωθούν συζητηθούν οι σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ και το αντικείμενο είναι μια νέα «συνεκτική σχέση». Με την κεκτημένη ταχύτητα περί κυρώσεων, ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης και ο ΥΠΕΞ Ν. Χριστοδουλίδης πολιτεύονται χωρίς στόχευση, φθάνοντας στο σημείο να υιοθετούν θέσεις για την Τουρκία που ασπάζεται στους «27» μόνο η ακροδεξιά κυβέρνηση της Αυστρίας. Σε συνέντευξή του στο Politico (6/6) ο Κύπριος πρόεδρος, επέσεισε μέχρι και την απειλή τερματισμού των σχέσεων Τουρκίας – ΕΕ και την υποβάθμιση σε καθεστώς …τρίτης χώρας: «η απόφαση να σταματήσουν επίσημα οι ενταξιακές συνομιλίες είναι ένα από τα βήματα που μπορούμε να κάνουμε για να στείλουμε ένα ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία, αν και θα προτιμούσα να έχω μια ειρηνική λύση…». Πρόσφατα, μιλώντας σε συγκέντρωση Αμμοχωστιανών, ο Ν. Αναστασιάδης προέβαλε τη λογική «βέτο», αν η Τουρκία προχωρήσει στο άνοιγμα των Βαρωσίων για εποικισμό, ενώ κάτι διαφοροποιημένο διαμήνυσε τον περασμένο Φεβρουάριο, κάνοντας λόγο για «τερματισμό των χρηματοδοτήσεων προς την Τουρκία και τους Τ/κ…» (22/2 συνέντευξη στο Euronews). Αυτού του είδους οι τοποθετήσεις δεν ανταποκρίνονται στις θεσμικές δυνατότητες που έχει η Κύπρος (βέτο), ούτε και έχουν αντικείμενο, δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις ένταξης με την Τουρκία είναι στο μηδέν εδώ και 10 χρόνια.
Εκτός από το πρόδηλο γεγονός ότι δεν βρίσκουν απήχηση, ούτε καν στην Ελλάδα, προκαλούν ιδιαίτερο προβληματισμό σε όσους στις Βρυξέλλες καλόπιστα αναζητούν τον τρόπο που θα στηρίξουν μια προσπάθεια για επίλυση των προβλημάτων στην ανατολική Μεσόγειο που εκκινούν από την Κύπρο.