Η ανοιχτή πληγή της ισονομίας
Μέχρι και τα δεκάξι μου, πίστευα πως όλοι ξεκινάμε τη ζωή μας πάνω-κάτω από την ίδια γραμμή εκκίνησης. Ότι στην Κύπρο υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη και πως παρά τα στραβά και τα ανάποδα,αργά ή γρήγορα, το κοινωνικό κράτος θα μας φέρει στην ίδια ευθεία. Βεβαίως μέχρι εκείνου του χρονικού σημείου, το βασικό μου κριτήριο ήταν το σχολείο. Σε μια εποχή που τα ιδιωτικά λύκεια, ήταν δεν ήταν δύο σε κάθε επαρχία–και αυτά για υψηλά βαλάντια– το δημόσιο σχολείο ήταν η επιτομή της ίσης κατανομής πόρων προς κάθε νέο πολίτη.
Όλοι στα ίδια δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια. Ίδιοι δάσκαλοι, ίδιοι καθηγητές, κοινή εκπαίδευση για κάθε μαθητή. Ο βαθμολογικός διαχωρισμός των καλών μαθητών από τους λιγότερο μελετηρούς, ίσως να ενίσχυε κιόλας την ψευδαίσθηση, πως το χάσμα με τις ελίτ, συνθλίβεται με τη μελέτη και τις ώρες που αφιέρωνε κανείς στο διάβασμα. Η πρώτη απώλεια αέρος από το σύννεφο της ισότητας ήλθε στα 17. Στην τρίτη Λυκείου, με την Κύπρο τότε να είναι εκτός Ε.Ε. και τα δίδακτρα για σπουδές στην Αγγλία τριπλάσια των σημερινών, η εξασφάλιση θέσης σε ένα καλό ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν αγώνας δίχως αύριο.
Έτσι ξεκινούσαν οι κατηγοριοποιήσεις, όπου ο καθένας αναλόγως του οικογενειακού προϋπολογισμού, πάλευε να βρεθεί στο καλύτερο δυνατό φροντιστήριο. Κι ενώ οι καλοί βαθμοί άνοιγαν τις πόρτες σε κορυφαία φροντιστήρια, το πρώτο σοκ, ήρθε στην αίτηση για τον καλύτερο(!) τότε μαθηματικό της πόλης. «Μα κύριε τάδε μου, ζητάτε από 18 και πάνω στα μαθηματικά. Τι άλλαξε»; Ε ναι, λέει. «Αλλά το 20 του λυκείου Α δεν είναι ισάξιο του 18 του λυκείου Β»! Η φράση του βέβαια έκρυβε πολλά.Το λύκειο Α΄ ήταν σχολείο κόκκινης ζώνης. Σε υποβαθμισμένη περιοχή, με διαλυμένες οικογένειες και μαθητές επιρρεπείς στην παραβατικότητα. Ούτε παιδιά βουλευτών διέθετε, ούτε γιατρών, ούτε δικηγόρων.
Αυτοί είχαν φροντίσει να «επιλέξουν» κάποιο λύκειο Β και συνάμα τους «καλύτερους» καθηγητές για τα βλαστάρια τους. Μπορεί το αδιάβλητο των Εισαγωγικών Εξετάσεων για τα δημόσια πανεπιστήμια να ήταν βάλσαμο αξιοκρατίας, αλλά τα «18άρια του λυκείου Β» είχαν ήδη εξασφαλισμένη θέση-back-up σε βρετανικά Πανεπιστήμια.Το πώς βιώνει όμως ένας έφηβος την αδικία, αντικατοπτρίζει την εκτίμηση που αργότερα τρέφει ως πολίτης, προς τους θεσμούς του κράτους. Τότε! Σήμερα με τις τόσες επιλογές για ιδιωτική εκπαίδευση και τα δημόσια σχολεία κολλημένα σε άλλη δεκαετία, τολμά κανείς να μιλήσει για κοινωνική δικαιοσύνη; Την ψευδαίσθηση κατατρόπωσε λίγους μήνες αργότερα, ο στρατός. Ήδη από το ΚΕΝ, ξεκίνησαν οι «κρυφές» αναστολές/απαλλαγές.
Έπειτα ακολούθησαν οι πρώτες μεταθέσεις. Η πράσινη γραμμή πάλευε να επανδρώσει φυλάκια και σκοπιές με αποδεκατισμένη υπηρεσιακή δύναμη, αλλά τα στρατόπεδα στις πόλεις βούλιαζαν με αποσπάσεις-βολέματα. Ως απόδειξη της κρατούσας «δικαιοσύνης», ήρθαν οι δεύτερες μεταθέσεις, με νέα κυβέρνηση πια. Τα «18αρια των λυκείων Β» που αδικήθηκαν στις πρώτες μεταθέσεις, βρέθηκαν κι αυτά στις πόλεις, δίπλα στο σπίτι τους με μπόνους την καθημερινή έξοδο. Τι κι αν πολλοί φαντάροι είχαν ανάγκη από εισόδημα, έπρεπε να πάρουν διανυκτερεύσεις να εργαστούν, να συντηρήσουν οικογένειες και παιδιά.Τους έσερναν σε ιερά εξέταση για να «αποδείξουν διά του μέσου» τελικά, πόσο το είχαν ανάγκη. Για αναστολή, ούτε λόγος. Μόνο αν ήσουν φορτωμένος με αντικαταθλιπτικά – αν είχες βεβαίως τα λεφτά να τα αγοράσεις. Τα θυμήθηκα όλα αυτά τα όμορφα, όταν τις προάλλες πληροφορήθηκα για την απαράδεκτη απόφαση της κυβέρνησης να δώσει αναστολή σε όσους κατέχουν θέσεις σε βρετανικά πανεπιστήμια.
Ως πρόφαση ήταν η διάκριση λέει, μεταξύ των κοριτσιών που θα επωφελούνταν των χαμηλών διδάκτρων. Ουδείς αντέτεινε όμως ότι η διάκριση μεταξύ των δύο φύλων είναι η βασικότερη διάκριση που προκαλεί επί της αρχής του ο κυπριακός στρατός. Εξάλλου το Brexit ήταν γνωστό από το 2016, πανεπιστήμια υπάρχουν και στις υπόλοιπες 27 χώρες της Ε.Ε., ενώ η Πολιτεία διασφαλίζει για τους πολίτες της την πρόσβαση σε δωρεάν τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Η ουσία όμως του ζητήματος δεν είναι στο αν ευνοήθηκαν ορισμένοι, αλλά στο ότι αποστερούνται οι υπόλοιποι τα ίδια δικαιώματα. Η φιλοσοφία της κληρωτής θητείας, έναντι της εθελοντικής-αμειβόμενης, είναι να άρει την ενδεχόμενη κοινωνική αδικία του να υπηρετούν στο στρατό κυρίως τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, καθώς όλοι ανεξαιρέτως οφείλουν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία. Πρώτοι και καλύτεροι, όμως, οι ίδιοι οι θεσμοί και υποτιθέμενοι θεματοφύλακες του κράτους δικαίου, προκαλούν κατά καιρούς σοβαρές διακρίσεις, συντηρώντας μια ανοικτή πληγή στην αρχή της ισονομίας. Η συγκεκριμένη δε απόφαση αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για διεκδικήσεις, οι οποίες θα περιορίσουν τις γενικότερες διακρίσεις που παράγει το ίδιο το στράτευμα. Ίσως ακόμα και για διεκδικήσεις που θα αλλάζουν την ίδια τη μορφή της Εθνικής Φρουράς, ώστε να τη σπρώξουν επιτέλους σε ένα επαγγελματικό και πιο αξιόπιστο μηχανισμό προστασίας.
*Ο κ. Πάνος Λοΐζου Παρράς είναι οικονομολόγος.