Κραδασμοί στο κυπριακό σύστημα «χρυσών διαβατηρίων»
Σε τοξικό εσωτερικό περιβάλλον ενόψει βουλευτικών εκλογών σε μόλις 8 μήνες, η κυπριακή κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη βρίσκεται ξανά στο μάτι του κυκλώνα για τα «χρυσά διαβατήρια». Αυτή τη φορά, όσα βγήκαν στο φως διεθνώς μετά τη διαρροή χιλιάδων εγγράφων του Υπουργείου Εσωτερικών με ονόματα και στοιχεία, θέτουν σε σοβαρή δοκιμασία τις πολιτικές σχέσεις της Λευκωσίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις προθέσεις των Βρυξελλών, σύμφωνα με τη δήλωση του αρμοδίου Επιτρόπου Ντιτιέρ Ρέιντερς, είναι η εξέταση νομικών μέτρων για παράβαση του κοινοτικού δικαίου. Ανεξαρτήτως των προσαρμογών που επιχειρεί εκ των υστέρων να κάνει η κυπριακή κυβέρνηση, η Κύπρος στιγματίζεται μόνιμα πλέον ως «προβληματικό» Κράτος Μέλος.
Οι δηλώσεις Ρέιντερς έγιναν στο Al Jazeera (27/8) κατά τρόπο που εξανεμίζουν σε μεγάλο βαθμό και την αρχική αντίδραση της κυβέρνησης Αναστασιάδη για την σκοπιμότητα των αποκαλύψεων. Διεθνώς η κυβέρνηση γίνεται ελάχιστα πιστευτή. Αντιθέτως, οι θέσεις της Κομισιόν επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση έφθασε πλέον στο απροχώρητο: όποια κι αν είναι η επιχειρηματολογία της Λευκωσίας, το λεγόμενο Επενδυτικό Πρόγραμμα έναντι πολιτογραφήσεων πρέπει να κλείσει και όλοι οι φάκελοι να ελεγχθούν αναδρομικά και εξονυχιστικά με σκοπό την ανάκληση των ευρωπαϊκών διαβατηρίων.
Διαρκείς προειδοποιήσεις
Η κατάχρηση του συστήματος πολιτογραφήσεων επί σειρά ετών, μόνο για την κυπριακή κυβέρνηση δεν ήταν επιλήψιμη υπόθεση. Η Λευκωσία έλαβε πολλαπλές προειδοποιήσεις από την ΕΕ, με δημόσιες τοποθετήσεις, εκθέσεις και γραπτές αναφορές που, ωστόσο, δεν λήφθηκαν για αρκετό χρόνο σοβαρά υπόψιν. Ούτε οι αυστηρές εμπιστευτικού χαρακτήρα διμερείς επαφές «άγγιζαν» τον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και τα πολύ έμπιστα σε αυτόν πρόσωπα που χειρίζονταν τα θέματα. Μόνο όταν έγινε αντιληπτή η διαρροή όγκου εγγράφων και ντοκουμέντων τον περασμένο Απρίλιο σήμανε συναγερμός για να ετοιμαστούν άρον – άρον νέοι κανονισμοί και να ψηφιστούν κατακαλόκαιρο από τη Βουλή (8/8/2020).
Η «διάτρυτη» δικαιοδοσία
Όλη την προηγούμενη περίοδο, ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης έκρινε σκόπιμο να επιμηκύνει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε την «χαλαρή» πρακτική χορήγησης διαβατηρίων, επικαλούμενος το αδιαπέραστο νομικό περίβλημα της «εθνικής δικαιοδοσίας». Αυτή ήταν η γραμμή που υιοθέτησε εξαρχής ο Υπουργός του, Ιωνάς Νικολάου που εκτέθηκε στην πρώτη προειδοποίηση πριν από 3 χρόνια, της Τσέχας Επιτρόπου Βέρα Γιούροβα, τότε αρμόδιας για θέματα Δικαιοσύνης, και τώρα, Αντιπροέδρου της Κομισιόν για ζητήματα διαφάνειας.
Η γραμμή των Βρυξελλών ήταν αρχικά η νουθεσία προς τα Κράτη Μέλη με αποδέκτες την Κύπρο, την Μάλτα και την Βουλγαρία, τις μόνες με σύστημα απευθείας χορήγησης «διαβατηρίων» και όχι, πρώτα βίζας. Στη συνέχεια, από το 2018, η φιλική συμβουλή έγινε γραπτή σύσταση και ενδελεχής έκθεση. Η Βουλγαρία πήρε πρώτη την τολμηρή απόφαση να κλείσει το πρόγραμμα «χρυσών διαβατηρίων». Στο επόμενο στάδιο, η Επιτροπή άρχισε να πιέζει πιο έντονα την Κύπρο και την Μάλτα να συμμορφωθούν με κατευθυντήριες γραμμές και για αποτελεσματικό έλεγχο των αιτήσεων. Η Μάλτα ανταποκρίθηκε σε αρκετό βαθμό γιατί εντός Schengen βρισκόταν ήδη υπό έλεγχο και πολλές αιτήσεις «πελατών» απορρίπτονταν. Αντιθέτως, η Κύπρος, με μηδαμινό ποσοστό απορρίψεων, προέκτεινε όσο μπορούσε την ανεξέλεγκτη βιομηχανία διαβατηρίων μέχρι τις 30/4/2019. Τότε άλλαξε τον νόμο, χωρίς όμως, να ψηφίσει και τους αντίστοιχους κανονισμούς εφαρμογής.
Κυπριακή «κουτοπονηριά»
Η Κύπρος σήμερα, βρίσκεται κυριολεκτικά μόνη και εκτεθειμένη. Βασική αιτία φαίνεται να είναι η συνήθης πλάνη όσων πολιτικών στο νησί διαθέτουν δικηγορική κατάρτιση και ταυτόχρονα απέκτησαν μεγάλη εμπειρία σε τέτοιου είδους γκρίζες αγορές, αδιαφορώντας για το πολιτικό περιβάλλον στην ΕΕ και το βαρύτατο διεθνή στιγματισμό. Ο ίδιος ο πρόεδρος Ν. Αναστασιάδης στην αρχή έθεσε τον εαυτό του στην προμετωπίδα υπεράσπισης του «εθνικού συμφέροντος», βάλλοντας εναντίον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Εν συνεχεία, το απέφυγε, αναθέτοντας το έργο αυτό στους συνεργάτες του υπουργούς και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Η κυβέρνηση Αναστασιάδη δεν πείθει τις Βρυξέλλες για πολλούς λόγους. Στο ζήτημα των «χρυσών διαβατηρίων» αρνήθηκε την προφανή διασύνδεση με τα συμφέροντα και των υπολοίπων της ΕΕ – το διαβατήριο δεν είναι Κυπριακό και ότι η ελκυστικότητά του οφείλεται στο γεγονός ακριβώς ότι είναι ευρωπαϊκό. Στην κρίση των Ευρωπαίων η άρνηση αναδρομικής εξέτασης όλων των φακέλων, συνιστά άρνηση αυτορρύθμισης και απουσία μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και δικαιοσύνης. Η αργή προσαρμογή τους φαίνεται επίσης προσχηματική, μια εκδοχή «κουτοπονηριάς», δεδομένου ότι η Κύπρος είναι «για χρόνια στο κουρμπέτι» για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, και όχι μόνο στο μακρινό προενταξιακό παρελθόν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι επίσης έντονα κριτική προς την κυβέρνηση Ν. Αναστασιάδη, γιατί το κύκλωμα διαβατηρίων, εξαρτάται κατευθείαν από μία πηγή, την εκτελεστική εξουσία, αφού είναι αποκλειστική αρμοδιότητα Υπουργικού Συμβουλίου κατόπιν σύστασης του αρμοδίου Υπουργού. Στην ουσία, ο πρόεδρος και τα μέλη του Υπουργικού του είναι οι υπεύθυνοι! Η τεχνική μαζικής έκδοσης, χωρίς επαρκή έλεγχο, που φέρει τον κωδικό «επίσπευση», είναι πολιτική οδηγία που δίνεται σε ένα φάκελο για να προχωρήσει τάχιστα από τους υπηρεσιακούς.
Δυσφήμιση και κατρακύλα
Το Επενδυτικό Πρόγραμμα έναντι πολιτογραφήσεων έχει προβεβλημένους υποστηρικτές, εκείνους που νέμονται τα οφέλη του μέσα από το κλειστό κύκλωμα «άγρας πελατών», αλλά και αρκετούς ανυποψίαστους πολίτες. Τα οφέλη για το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας, όμως, αμφισβητούνται από έκθεση του Υπουργείου Οικονομικών – κι αυτή αρκετά αργοπορημένη (2019) για ένα τζίρο τουλάχιστον 7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επιβεβαιώνει, δε όσα η αναλυτική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επικρίνει για τη συνεισφορά των κατασκευών στην πραγματική οικονομία και την μονοδιάστατη εξάρτηση του μοντέλου ανάπτυξης.
Η δυσφήμιση της χώρας διεθνώς και η κατρακύλα των ποιοτικών δεικτών διαφάνειας, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη για σοβαρή επιδείνωση της εύθραυστης οικονομίας του νησιού – ήδη και πριν από την πανδημία, σηματοδοτούν την κορυφή του παγόβουνου της παρούσας συγκυρίας. Η Κύπρος εισέρχεται τους επόμενους μήνες στα διαδοχικά «εκλογικά έτη»: Μάιος 2021 – βουλευτικές εκλογές, Δεκέμβριος 2021 – Δημοτικές και ακολούθως οι Προεδρικές Εκλογές. Η χρονική απόσταση για τις Προεδρικές που θα γίνουν τον Φεβρουάριο του 2023, σε αυτές τις πιεστικές συνθήκες, ωθούν τα Κόμματα στα …χαρακώματα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι το Προεδρικό αντιμετώπισε ερασιτεχνικά το μαζικό κύμα αποκαλύψεων του Al Jazeera, διασυνδέοντάς το άτεχνα, πότε με τον ρόλο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών και το Κατάρ και πότε με αιχμές εναντίον της αντιπολίτευσης για τις διαρροές.
Η αντίδραση αυτή δείχνει ότι προτεραιότητα δεν ήταν, ούτε η σοβαρότητα του σκανδάλου, ούτε η ευρωπαϊκή κριτική, ούτε ο διεθνής αντίκτυπος δυσφήμισης της χώρας. Ήταν περισσότερο η διαχείριση της κοινής γνώμης στο εσωτερικό, σε ένα ζήτημα που η κυβέρνηση Αναστασιάδη απειλείται από παντού και «οχυρώνεται» για να αποφύγει το βάρος των απαντήσεων. Δεν αποκλείεται η οριακή πολιτική κατάσταση να οδηγήσει σε πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, αν συμπέσει με εξελίξεις στο άλλο ανοιχτό μέτωπο, το Κυπριακό, εν μέσω διχαστικών διλημμάτων για το μέλλον του νησιού.