Παράθυρο… – Τα άλυτα προβλήματα και οι «κρυμμένες» λύσεις
Το 1974, στην Ελλάδα και στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα απλώθηκε ένα τεράστιο κύμα οργής κατά των ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον θεωρούνταν υπαίτια για την επταετή στήριξη των συνταγματαρχών, το πραξικόπημα στην Κύπρο, και την εισβολή της Τουρκίας. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήξερε ότι οι ΗΠΑ είχαν ευθύνες και για τα τρία, αλλά γνώριζε επίσης ότι αυτές οι ευθύνες δεν ήταν αποκλειστικές. Εξάλλου, η σύγχρονη ιστορική έρευνα κατέρριψε κάποιους σχετικούς μύθους, ενώ έφερε στο φως στοιχεία που αναδεικνύουν τις ευθύνες και άλλων χωρών – όπως της ΕΣΣΔ. Το θέμα όμως δεν ήταν η ιστορική αλήθεια. Ούτε το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είχαν αδιαμφισβήτητα σημαντικές ευθύνες. Το θέμα ήταν ο χειρισμός που έπρεπε να γίνει.
Προκειμένου να αποδυναμώσει το χουντικό παρακράτος – που έτσι κι αλλιώς εξακολουθούσε να έχει δύναμη για πολύ καιρό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας – αλλά και για να εκτονώσει τη λαϊκή οργή κατά των ΗΠΑ, ο Καραμανλής ανακοίνωσε αμέσως την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αργότερα, ο ίδιος χαρακτήρισε αυτήν την κίνηση ως το μεγαλύτερο λάθος της πολιτικής του καριέρας. «Χάρισα το Αιγαίο στους Τούρκους», είπε χαρακτηριστικά. Στα έξι χρόνια, μέχρι την επάνοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία κέρδισε πολλούς πόντους για τα στρατηγεία και την ευθύνη ελέγχου του εναέριου και θαλάσσιου χώρου.
Άρα, συμπεραίνουμε ότι δεν έπρεπε να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ; Όχι κατ’ ανάγκη. Όπως θα απαντούσε ο Κούντερα, κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Θα έπρεπε να υπάρχει ένα παράλληλο σύμπαν, όπου θα εφαρμοζόταν η άλλη επιλογή, για να μπορείς να κρίνεις αν το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο ή χειρότερο. Το βέβαιο είναι ότι, όταν προς το τέλος της θητείας του ο Καραμανλής δίστασε να «κλείσει» το θέμα της υφαλοκρηπίδας (το περίφημο 70% – 30%), άνοιγε ένα χορό αναβλητικής πολιτικής. Ο οποίος θα μετέτρεπε το πρόβλημα σε βουνό, με πολύπλοκες πια διαστάσεις και απολήξεις. Κι όταν ο ανεψιός του έκανε κάτι παρόμοιο (όπως και άλλοι πρωθυπουργοί), το βουνό έγινε γρανιτένιο.
Παρόλα αυτά, οι λύσεις είναι πάντα εκεί. Πίσω από την κουρτίνα του φόβου και της αναβλητικότητας. Και περιμένουν να τις «ανακαλύψουμε». Συνήθως, μάλιστα, είναι πιο εύκολα προσβάσιμες από ότι νομίζουμε. Το περίφημο «Μακεδονικό» λύθηκε σχεδόν αμέσως, μόλις δυο πρωθυπουργοί αποφάσισαν να τραβήξουν την κουρτίνα.
Η διπλανή πόρτα
Η σημερινή ελληνική κυβέρνηση έχει αρκετά ελαφρυντικά για τους χειρισμούς της στα μεγάλα ζητήματα: Σε ελάχιστο χρόνο μετά που ανέλαβε, βρέθηκε αντιμέτωπη με τις κινήσεις της Τουρκίας στην περιοχή της κυπριακής ΑΟΖ, με την πίεση μεταφοράς μεταναστών στον Έβρο, με το Τουρκολυβικό μνημόνιο, και με την υγειονομική κρίση. Εν μέρει, όμως, η πολιτική των πολλαπλών πιέσεων από την Τουρκία εκδηλώθηκε με τόση ένταση και εξαιτίας της ελληνικής στάσης. Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Νίκος Δένδιας ακολούθησε αυστηρά την παραδοσιακή πεπατημένη. Ταμπουρώθηκε εξ αρχής πίσω από τον ξύλινο λόγο (βγαλμένο απευθείας από τη δεκαετία του 1970), δεν έκανε καμιά δημιουργική κίνηση που να συντηρεί έστω την προοπτική αναζήτησης συνεννόησης και λύσεων, αρκέστηκε στον καταγγελτικό λόγο. Ενώ, μαζί με τον Πρωθυπουργό, πραγματοποίησαν μια μεγάλη διπλωματική γκάφα, με την υποστήριξη Χαφτάρ στη Λιβύη.
Ο κάτοχος πολλών περγαμηνών διεθνολόγος Χρίστος Ροζάκης, σε δηλώσεις του στη διαδικτυακή εκπομπή του ΟΠΕΚ «Άλλη διάσταση», εξέπληξε σε πολλά σημεία με τη διαυγή και απέριττη επισήμανση δεδομένων και διεξόδων. Για το θέμα της κυπριακής ΑΟΖ ήταν σαφής ότι είναι ουτοπία να νομίζει κανείς πως μπορεί να εφαρμόσει ενεργειακό πρόγραμμα χωρίς συνεννόηση με επηρεαζόμενες χώρες (στην προκειμένη περίπτωση και με την Τουρκία). Αυτό αντίκειται στη λογική και στις συνήθεις διαδικασίες. Και ο μόνος τρόπος για να υπάρξει συνεννόηση με την Τουρκία στο θέμα αυτό είναι η επίλυση του Κυπριακού. Για την ελληνική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα ήταν επίσης σαφής: Με βάση το διεθνές δίκαιο η Ελλάδα κερδίζει στο ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, και η Τουρκία κερδίζει στο ότι το μέγεθος μιας χώρας είναι καθοριστική παράμετρος. Και όλα δείχνουν ότι τις τελευταίες δεκαετίες η Άγκυρα φοβάται λιγότερο από την Αθήνα την καταφυγή στη Χάγη – έστω κι αν θέλει λύση-πακέτο με τα ζητήματα χωρικών υδάτων και εναερίου χώρου. Αλλά, και σε αυτό το ζήτημα, ο καθηγητής Ροζάκης δεν αρκέστηκε στις διαπιστώσεις. Τι μπορεί και πρέπει να κάνει άμεσα η Ελλάδα; Απάντηση: Προσφυγή στη Χάγη για καθορισμό ορίων ΑΟΖ με τη Λιβύη. Τη στιγμή μάλιστα που η τελευταία διάκειται θετικά σε κάτι τέτοιο.
Βέβαια, κανείς δεν εγγυάται ότι η Άγκυρα θα δείξει πνεύμα συνεργασίας ή διαλλακτικότητας. Αυτό όμως δεν είναι δικαιολογία για εμάς να μην ακολουθήσουμε την οδό του διεθνούς δικαίου. Πολύ περισσότερο που, θεωρητικά, το επικαλούμαστε διαρκώς. Επομένως, το πρώτο ερώτημα είναι: Γιατί η Ελλάδα και η Ελληνοκυπριακή πολιτεία δεν ανοίγουν τη ξεκλείδωτη διπλανή πόρτα, παρά μόνο στέκονται κλαίουσες και οργιζόμενες έξω από την κλειδωμένη; Για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι επειδή οι ηγέτες τους συνδυάζουν δύο πράγματα: Τον φόβο για το πολιτικό κόστος, με την επίγνωση πως στις διεθνείς σχέσεις οι λύσεις περνούν μέσα από τον συμβιβασμό και την οριστική απάρνηση των μύθων. Οι λύσεις δημιουργούν προοπτικές, αλλά παράλληλα καταστρέφουν μύθους, αντιλήψεις, και συνθήματα δεκαετιών. Αυτό το «άγνωστο» και το εντελώς διαφορετικό φοβίζουν περισσότερο κι από το ίδιο το πολιτικό κόστος.
Η κυρία Σπέχαρ
Τώρα που βγαίνουμε από την υγειονομική κρίση, η πολιτική των διαγγελμάτων του Προέδρου αντικαταστάθηκε από την πολιτική των συνεντεύξεων. Βέβαια, με τις ιδιαίτερες συνθήκες της Κύπρου, όταν ο Πρόεδρος δίνει συνέντευξη είναι σαν να κάνει διάγγελμα. Οι δημοσιογράφοι με τις ερωτήσεις τους ουσιαστικά βάζουν μεσότιτλους, απλώς για να ξέρουμε για ποιο θέμα μιλά κάθε φορά.
Στο τελευταίο διάγγελμα-συνέντευξή του, ο κ. Αναστασιάδης επανέφερε στην ημερήσια διάταξη τον γνωστό καταγγελτικό λόγο, τα «ουδέποτε» και τα «κανείς δεν θα με εξαναγκάσει». Πέρα από τις ειδικές αναφορές, εκείνο που μένει ως γενική γεύση είναι η προληπτική αποτροπή του ενδεχομένου επανέναρξης των συνομιλιών μετά τον Οκτώβριο. Και της πιθανής ενδιάμεσης συνεννόησης για προετοιμασία τους. Ο πρώτος λόγος που γίνεται αυτό φαίνεται να είναι οι αυξημένες πιθανότητες επανεκλογής του Μουσταφά Ακιντζί – άρα και της επανέναρξης συνομιλιών. Ο δεύτερος μάλλον έχει σχέση με το γεγονός ότι το νοητό χρονοδιάγραμμα εξαντλείται. Μέχρι το τέλος της χρονιάς ο ΓΓ του ΟΗΕ θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με την εντολή που του έχει δοθεί από το Σ.Α. για τις καλές του υπηρεσίες στο Κυπριακό. Άρα, έχει μεγάλη σημασία να βγάλει έγκαιρα από το μυαλό του το σενάριο «επανεκλογή Ακιντζί – επανέναρξη των συνομιλιών». Ο τρίτος είναι η γενικότερη κατάσταση που δημιουργείται στην Ανατολική Μεσόγειο, με τις επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας. Οι διεθνείς παίκτες ξέρουν πως το Κυπριακό λειτουργεί ως θερμοστάτης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Επομένως, προκειμένου να οδηγήσουν σε ύφεση της έντασης στο Αιγαίο, πιθανόν να πιέσουν για κινητικότητα στο Κυπριακό.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ακολουθεί την πεπατημένη: Προκειμένου να απορρυθμίσει τις προοπτικές, εκτός των άλλων, κτυπά τον αδύναμο κρίκο, που είναι ο εκάστοτε απεσταλμένος του ΟΗΕ. Κάποτε ήταν ο Ντε Σότο, αργότερα ο Ντάουνερ, μετά ο Άιντε, τώρα είναι η Ελίζαμπεθ Σπέχαρ. Για την τελευταία, έχει και κάποιους λόγους παραπάνω: Τον ξέρει πολύ καλά, ξέρει πολύ καλά και τι ακριβώς έγινε στο Κραν Μοντανά, και δεν έχει τη διάθεση να κάνει το κορόιδο για να σώσει την καριέρα της.
Όμως, το ζήτημα δεν είναι η κυρία Σπέχαρ. Το ζήτημα είναι μήπως τα πράγματα θα σοβαρέψουν τόσο πολύ, το παιγνίδι της αποτροπής δεν θα βγαίνει καθόλου στον Πρόεδρο, και θα χρειαστεί να τα βάλει τελικά και με τον ίδιο τον Γκουτέρες.
Καλάθι
- Γρίφος (1): Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ επιμένουν ότι ο Πρόεδρος έδωσε τις ευλογίες του στον Αβέρωφ Νεοφύτου για υποψηφιότητα το 2023. Το ερώτημα είναι τριπλό: (α) Είναι πράγματι τόσο μειωμένες οι μετοχές του Νίκου Χριστοδουλίδη; (β) Ο κ. Αναστασιάδης πράγματι έχει αποβάλει εντελώς τη σκέψη της τρίτης θητείας; (γ) Αν τα βρουν ΑΚΕΛ-ΔΗΚΟ με κοινό υποψήφιο, με ποια πολιτική ατζέντα θα έχει πιθανότητες ο Αβέρωφ Νεοφύτου;
- Γρίφος (2): ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ δεν αντέχουν για τρίτη θητεία εκτός εξουσίας. Αυτό τους φέρνει κοντά για κοινό υποψήφιο το 2023. Το ερώτημα είναι διπλό: (α) Πώς θα περάσουν τον σκόπελο της αντιπαλότητας αν υπάρξει το φθινόπωρο κινητικότητα στο Κυπριακό, και πώς δεν θα τραυματιστούν οι σχέσεις τους από την προεκλογική περίοδο των βουλευτικών σε ένα χρόνο; (β) Πώς βρίσκεις έναν κοινό υποψήφιο, που να του έχει εμπιστοσύνη το ΑΚΕΛ, να τον αποδέχεται χωρίς αντιρρήσεις για τις θέσεις του στο Κυπριακό το ΔΗΚΟ, και να είναι και προσωπικότητα νίκης;
- Γρίφος (3): Τι μπορούν να κάνουν οι πολίτες, εκτός από το να γκρινιάζουν παραιτημένα και άγονα, για να έχουν λόγο και ρόλο σε όλα αυτά;