Παράθυρο… Το 1974 είναι σήμερα
Πολιτικοί και δημοσιογράφοι αρέσκονται σε αναφορές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην πολιτική του Χίτλερ. Το τελευταίο διάστημα, μάλιστα, με αφορμή τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, έγιναν από δημόσια πρόσωπα αναφορές και στην καταστροφική «πολιτική κατευνασμού», που ακολουθούσαν για χρόνια οι μεγάλες δυνάμεις απέναντι στη Γερμανία, πριν τον πόλεμο. Ακόμη και ο Πρόεδρος την ενέταξε σε εκείνες τις ατάκες του που θεωρεί ότι αφοπλίζουν και κατακεραυνώνουν τους εταίρους μας.
Ένα από τα προσφιλή σε αναφορές πρόσωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ο υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, ο Π. Γ. Γκέμπελς. Οι πολιτικοί αρέσκονται συχνά να κατακεραυνώνουν ο ένας τον άλλον μιλώντας για γκεμπελικές μεθόδους. Αυτές οι μέθοδοι, Ιστορικά, ήταν πράγματι αποτελεσματικές. Μια απ’ αυτές ήταν και η δυναμική του επαναλαμβανόμενου ψεύδους: Όσο μεγάλο και να είναι ένα ψέμα, η διαρκής επανάληψή του οικοδομεί μιαν «αδιαμφισβήτητη αλήθεια». Από την άλλη, όμως, αυτό που σπάνια λαμβάνουν υπόψη όσοι επικαλούνται τις τεχνικές της προπαγάνδας είναι η κρυφή και άδηλη δύναμή της: Η αμφίδρομη αποτελεσματικότητα. Όσο πιο ισχυρή και επαναλαμβανόμενη είναι η προπαγάνδιση ενός ψεύδους ή ενός μυθεύματος, τόσο πιο πολύ τείνει και ο ίδιος ο προπαγανδιστής της να την ενστερνίζεται. Εκλαμβάνοντάς την στο τέλος και ο ίδιος ως «αυτονόητη αλήθεια».
Τη μέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ, ο Γκέμπελς έγραψε στο ημερολόγιό του πράγματα που μας αφήνουν έκπληκτους για το πόσο πολύ πίστεψε τελικά και ο ίδιος, ως αλήθειες, τα ψεύδη και τα μυθεύματα που συνειδητά κατασκεύαζε, από το 1933 μέχρι το 1945, για σκοπούς προπαγάνδας. Λίγες ώρες μετά, μαζί με τη σύζυγό του, υπνώτισαν και δηλητηρίασαν στον ύπνο τους τα πέντε παιδιά τους, και διέταξαν άντρες των SS να εκτελέσουν και τους ιδίους. «Ζωή χωρίς εθνικοσοσιαλισμό δεν αξίζει» ήταν τα τελευταία λόγια της γυναίκας του.
Η διαχείριση της τραγωδίας
Αμέσως μετά το 1974, η ελληνοκυπριακή κοινωνία ήταν πνιγμένη μέσα σε ένα μείγμα σοκ, απόγνωσης, άρνησης να πιστέψει αυτό που της συνέβαινε, φόβου, αλλά και οργής για την αδικία. Αυτό το μείγμα ενίσχυσε κατακόρυφα την επιθυμία για επιβίωση και δικαίωση. Η πολιτική ηγεσία, ιδιαίτερα μετά την επιστροφή του Μακαρίου, ανέλαβε να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα και τις προσδοκίες, μέσα σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Μέσα σε αυτές, η πολιτική διαχείριση είχε εξαρχής διαστάσεις πειθούς: Για να επιβιώσουμε και να δικαιωθούμε πρέπει να πείσουμε. Πάση θυσία.
Αυτό το «πάση θυσία» περιλάμβανε κάποιες παραμέτρους. Είτε ως πολιτικές αναγκαιότητες, είτε ως παράπλευρες ανάγκες τμημάτων του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας:
- Επικέντρωση στο έγκλημα της τουρκικής εισβολής και στα επιμέρους εγκλήματα που αυτή γέννησε, με παράλληλη υποβάθμιση όλων όσων προηγήθηκαν.
- Πολιτική διαχείριση του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου. Με αποφυγή οποιασδήποτε «δικαστικού τύπου» διαδικασίας – με εξαίρεση τον Ν. Σαμψών.
- Έμφαση σε ότι υπογραμμίζει την τουρκική βαρβαρότητα και διευκολύνει την επίκληση των ανθρωπιστικών συναισθημάτων της διεθνούς κοινότητας.
- Τόνωση της αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και διατήρηση των νομικών κεκτημένων του 1964 (η ελληνοκυπριακή κοινότητα ως κληρονόμος της δικοινοτικής Κυπριακής Δημοκρατίας).
- Διαρκής επίκληση του αμφισβητούμενου νομικά «Δικαίου της ανάγκης», προκειμένου να παρακάμπτονται συνταγματικές διατάξεις και νομικές υποχρεώσεις, σε όλα τα επίπεδα στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Από τη στέρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων των πολιτών, μέχρι την αναλγησία απέναντι στους πρόσφυγες. Από τον χαριστικό διαμοιρασμό της διεθνούς βοήθειας σε βιομηχάνους και εμπόρους (με πρόσχημα την επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας), μέχρι την απόκρουση αιτημάτων. Αγαπημένη ατάκα: «Δεν είναι ώρα για αυτά τα κουλτουριάρικα. Τώρα έχουμε κατοχή».
Οι μόνιμες παρενέργειες
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, πολύ σύντομα η οργή για τους ενόχους της τραγωδίας αφιονίστηκε, έγινε μονοθεματική: Για όλα φταίει ο τουρκικός επεκτατισμός και μόνο. Οποιαδήποτε άλλη αναφορά για την πριν το 1974 κατάσταση στην Κύπρο ισοδυναμεί με «αναχρονιστικό αυτομαστίγωμα», αγγίζει τα όρια του γραφικού, ακόμη και της προδοσίας.
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι με την ιστορία του ίδιου του 1974, σε επιστημονικό επίπεδο, ασχολήθηκαν και ασχολούνται κυρίως ιστορικοί με έντονη πολιτική παρουσία στον χώρο της Εθνικόφρονος Δεξιάς. Και ο κύριος προσανατολισμός τους είναι να αποδείξουν ότι οι βασικοί υπεύθυνοι των όσων έγιναν μεταξύ 1960 και 1974 βρίσκονταν αποκλειστικά εκτός Κύπρου: Η Χούντα των Αθηνών, οι ΗΠΑ, ακόμη και η Βρετανία. Όχι ότι δεν ήταν, αλλά έχει τον ρόλο του το να δείχνεις διαρκώς και αποκλειστικά εκτός Κύπρου: Σε απαλλάσσει από το να αναζητήσεις και να δεχτείς δικές σου ευθύνες και λάθη.
Η Αριστερά έκανε ένα μοιραίο λάθος σε αυτήν τη φάση – τις πρώτες δεκαετίες μετά το 1974: Θεώρησε ότι η γενική λογική της πιο πάνω πολιτικής είναι ορθή σε συνθήκες ημικατοχής. Και ότι θα αρκούσε η συντήρηση της μνήμης για τα εγκλήματα της ΕΟΚΑ Β΄ ως μέσο πίεσης κατά της Ακροδεξιάς. Δεν συνειδητοποίησε ότι όλα είναι πακέτο. Για να βρεθεί αργότερα έκπληκτη μπροστά στη διαπίστωση ότι οι πιο πάνω παράμετροι δεν είναι Ιστορία, είναι παρόν: Η σιωπή και η απάρνηση της προ του 1974 κατάστασης δεν παράγει απλώς «άγνοια της Ιστορίας». Παράγει απίστευτη δυναμική στο κυρίαρχο αφήγημα του σήμερα, το οποίο καθορίζει το αύριο. Και απίστευτη δυναμική σε όσους επενδύουν πολιτικά ή οικονομικά στη μισή Κύπρο: «Για όλα φταίει η τουρκική αδιαλλαξία, τελεία».
Σήμερα…
Όσο αδύνατο και να φαίνεται να ανακαλύψουμε ξανά την ιστορικότητα και να προσεγγίσουμε με ανοιχτό πνεύμα και διαλεκτικότητα το παρελθόν και το μέλλον, δεν είναι και τόσο δύσκολο. Η κρούστα του ψεύδους και της σιωπής είναι ολοκληρωτική, καλύπτει τα πάντα, αλλά είναι εξαιρετικά ασθενής αληθειακά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι προκαλείται πανικός στο σύστημα του κυρίαρχου αφηγήματος – και δαπανώνται δυσανάλογα πολλές δυνάμεις για να επουλωθούν οι ρωγμές – κάθε φορά που τυχαίνει αυτή η κρούστα να τρυπήσει.
Πολλοί εχέφρονες άνθρωποι θεωρούν ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας αποτελεί σοβαρό εσωτερικό εμπόδιο για διαλεκτική και ορθολογική συμπεριφορά εκ μέρους των Ελληνοκυπρίων. Ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, με τον καταιγισμό επιθετικών κινήσεων εκ μέρους του Ερντογάν. Αυτό έχει κάποια ισχυρή λογική βάση. Από την άλλη, όμως, το αφήγημά μας έχει ένα σωρό σοβαρά μειονεκτήματα και αδυναμίες. Από τη στατικότητά του σε έναν κόσμο που αλλάζει, μέχρι την απουσία πρότασης για το αύριο. Από τη διαρκή σύγκρουσή του με την πραγματικότητα, μέχρι τη διαρκή επιδείνωσή της κατάστασης της Ελληνοκυπριακής κοινότητας σε διεθνοπολιτικό επίπεδο – που σύντομα θα γίνει και οικονομικό για τον καθένα.
Η πραγματικότητα σιχαίνεται το κενό και την απραξία. Και περισσότερο απ’ όλα αγαπά τα «παράδοξα»: Όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση της επιμέρους και πλασματικής «πραγματικότητας» από τη συνολική Πραγματικότητα, τόσο πιο εύκολα καταβροχθίζεται η πρώτη από τη δεύτερη.
Καλάθι
- Προσωπίδες (1): Κάθε ήττα, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, παράγει περισσότερα και πιο ανθεκτικά συναισθήματα από μιαν οποιαδήποτε μεγαλειώδη νίκη. Γι’ αυτό, ας μην καμωνόμαστε τους μεγαλόψυχους, τουλάχιστον κάθε 20 του Ιούλη. Κακά τα ψέματα. Ως Ελληνοκυπριακή Πολιτεία δεν θέλουμε ακόμη λύση. Εξακολουθούμε να διψούμε γι’ αυτό που αποκαλούμε «δικαίωση». Δηλαδή εκδίκηση.
- Προσωπίδες (2): Όλη η Ευρώπη παρακολουθεί με αγωνία το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, για να δει αν θα μπει στις ράγιες η χρηματοδότηση για την ανάκαμψη των οικονομιών. Μόνο η Κύπρος – και σε κάποιο βαθμό και η Ελλάδα – αγωνιά απλώς αν θα καταφέρει κάποιο εικονικό «χαστούκι» στην Τουρκία. Μόνο και μόνο για να το πουλήσει στο εσωτερικό της. Ίσως γιατί τα δις, όταν αποφασίσουν οι άλλοι πότε και πώς θα δοθούν, εμείς ξέρουμε ήδη σε ποιους θα πάνε στην Κύπρο…
- Προσωπίδες (3): Αν σκεφτείς πόσες ψυχές δώσαμε εμείς στις μυλόπετρες μετά το 1974, είναι να απορείς αν το μεγαλύτερο κακό το έκαναν οι Τούρκοι εισβολείς στην Κύπρο, ή εμείς στον εαυτό μας. Πόσοι συγγενείς αγνοουμένων πέθαναν έχοντας ζήσει ως αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πολιτεία μας, για δεκαετίες. Πόσοι αιχμάλωτοι έζησαν και πεθαίνουν με γυρισμένη την πλάτη από την πολιτεία και την κοινωνία ως «προδότες» – επειδή τόλμησαν να ζήσουν αντί να πεθάνουν ηρωικά. Πόσοι πρόσφυγες θυσίασαν τις ζωές των παιδιών τους στο βωμό του «αγώνα για δικαίωση» της πατρίδας του κάθε Hondros Estates. Πόσοι νεκροί του 1960-74 αξιώθηκαν μόνο για ένα βιαστικό λογύδριο ενός βαριεστημένου πολιτικάντη. Εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές, «δοσμένες στις μυλόπετρες»…